Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποκαίω

From LSJ
Revision as of 15:03, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκαίω Medium diacritics: ἀποκαίω Low diacritics: αποκαίω Capitals: ΑΠΟΚΑΙΩ
Transliteration A: apokaíō Transliteration B: apokaiō Transliteration C: apokaio Beta Code: a)pokai/w

English (LSJ)

Att. ἀποκάω, aor.

   A ἀπέκηα Il. (v. infr.), -έκαυσα D.25.95, Philippid.25.4:—burn off, of cautery, X.Mem.1.2.54, D.l.c.; of intense cold, θύελλαν ἥ κεν ἀπὸ Τρώων κεφαλὰς . . κήαι Il.21.336; ἄνεμος βορρᾶς . . ἀποκαίων πάντα X.An.4.5.3; ἀπέκαυσεν ἡ πάχνη τοὺς ἀμπέλους Philippid. l.c., cf. Thphr.CP2.3.1, al.:—Pass., ἀπεκαίοντο αἱ ῥῖνες their noses were frozen off, X.An.7.4.3.    2 calcine, Dsc. 5.125.

German (Pape)

[Seite 305] (s. καίω), abbrennen, verbrennen, Hom. Iliad. 21, 336 ἥ κεν ἀπὸ Τρώων κεφαλὰς καὶ τεύχεα κήαι; Theophr.; Xen. Mem. 1, 2, 54; u. Dem. 25, 95, von Aerzten; von strenger Kälte, ἀποκαίων πάντα, alles absterben machen, Xen. An. 4, 5, 3; ἀπέκαυσεν ἡ πάχνη τὰς ἀμπέλους Philippid. Plut. Demetr. 12; pass., erfrieren, πολλῶν ῥῖνες ἀπεκαίοντο Xen. An. 7, 4, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκαίω: Ἀττ. -κάω: μέλλ. -καύσω: ἀόρ. ἀπέκηα, Ἰλ. ἔνθα κατωτ., -έκαυσα Δημ. 798. 23, Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 1, 4: - ἐπὶ ἰατρικῆς θεραπείας, καυτηριάζω, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 54· ἐπὶ ὑπερβολικοῦ ψύχους, παγώνω, καίω, (ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου frigus adurit), θύελλαν, ἥ κεν ἀπὸ Τρῴων κεφαλάς… κήαι Ἰλ. Φ. 336· ἄνεμος βορρᾶς... ἀποκαίων πάντα Ξεν. Ἀν. 4. 5, 3· ἀπέκαυσεν ἡ πάχνη τὰς ἀμπέλους Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 2, καὶ συχν. παρὰ Θεοφρ.: - Παθ., ἀπεκαίοντο αἱ ῥῖνες, ὑπὸ τοῦ ψύχους ἀπεκαίοντο, ἀπεπήγνυντο, ἀπεσήποντο, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀπέκαυσα, pf. inus.
Pass. impf. ἀπεκαόμην, ao. ἀπεκαύθην, pqp. ἀπεκεκαύμην;
détruire par le feu.
Étymologie: ἀπό, καίω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -κάω X.Mem.1.2.54, Plu.2.1120e

• Morfología: [aor. ind. ἀπέκαυσα D.25.95, Philippid.25.4, opt. ἀποκήαι Il.21.336 (tm.)]
I tr., en v. act.
1 quemar, calcinar ἀποκάεται ... ὑπὸ θερμοῦ Arist.Pr.874b37, en v. pas. ὁρῶσα σάρκας τέκνων ἀποκαιομένας LXX 4Ma.15.20
abs. act., Dsc.5.125.
2 quemar por frío intenso, helar θύελλαν, ἥ κεν ἀπὸ Τρώων κεφαλὰς ... κήαι Il.21.336, ἀπέκαυσεν ἡ πάχνη τὰς ἀμπέλους Philippid.l.c., ἄνεμος βορρᾶς ... ἀποκαίων πάντα X.An.4.5.3, ἀποκάει τὰ ψυχρά Thphr.CP 2.3.1
en v. med. helarse ῥῖνες ἀπεκαίοντο καὶ ὦτα X.An.7.4.3, cf. Plu.2.1120e.
3 medic. cauterizar τὰς φλέβας κύκλῳ ἀποκαῦσαι Hp.Aff.2, cf. Loc.Hom.13
abs., Hp.Epid.6.6.6, cf. X.Mem.1.2.54, D.25.95.
II intr., en v. med. arder ἀφ' οὗ πρῶτον ἀποκαιομένου τὴν τῶν ἀστέρων εἶναι φύσιν Hippol.Haer.1.9 (= Archel.Phil.A 4.11).

Greek Monolingual

(AM ἀποκαίω, Α κ. -άω)
1. καίω κάτι εντελώς, κατακαίω
2. (-ομαι) (για φυτά) καταστρέφομαι από την παγωνιά
αρχ.
ιατρ. καυτηριάζω.

Greek Monotonic

ἀποκαίω: Αττ. -κάω, μέλ. -καύσω, αόρ. αʹ ἀπέκηα και -έκαυσα· καυτηριάζω, λέγεται για τον καυτηριασμό στην ιατρική πρακτική, σε Ξεν.· λέγεται για υπερβολικό ψύχος, (όπως το frigus aduritτου Βιργ.), ζαρώνω από το ψύχος, παθαίνω κρυοπαγήματα, στον ίδ. — Παθ., ἀπεκαίοντο αἱ ῥῖνες, οι μύτες τους καίγονταν από τον πάγο, πάθαιναν εγκαύματα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκαίω: атт. ἀποκάω
1) жечь, выжигать (ἀποτέμνειν καὶ ἀ. Xen.; φαγέδαιναν Dem.; τὴν μαλακίαν ὥσπερ ὕδραν Plut.);
2) обмораживать, замораживать (τι Hom., Xen.): ῥῖνες ἀπεκαίοντο καὶ ὦτα Xen. носы и уши были отморожены.

Middle Liddell


to burn off, of cautery, Xen.: of intense cold (like Virgil's frigus adurit), to shrivel up, Xen.:— Pass., ἀπεκαίοντο αἱ ῥῖνες their noses were frozen off, Xen.