ἐπιπτύσσω
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
A fold up, fold, γραμματεῖον Luc.Dem.Enc.25; ἱμάτιον περὶ τὰς ῥῖνας Dam.Isid.131: abs., produce folds, Gal.11.508:—Pass., to be folded over, Hp.Epid.6.8.28; of the epiglottis, ἐ. ἐπὶ τὸ τῆς ἀρτηρίας τρῆμα Arist.HA495a28, cf. PA664b28; of the vocal cords, Gal.UP7.13.
German (Pape)
[Seite 974] darüber falten, überdecken, Galen.; τὸ γραμματεῖον, das Buch zuschlagen, Luc. Dem. enc. 25. – Med. sich darüber legen, ἐπὶ τὸ τρῆμα, schließen, Arist. H. A. 1, 16; abs., sich schließen, part. anim. 3, 3; Hippocr.
French (Bailly abrégé)
plier sur ; fermer en pliant.
Étymologie: ἐπί, πτύσσω.
Greek Monolingual
ἐπιπτύσσω (Α) πτύσσω
1. διπλώνω («ἐπιπτύξας τὸ γραμματεῑον», Λουκιαν.)
2. κάνω πτυχές, σούρες
3. μέσ. ἐπιπτύσσομαι
διπλώνομαι και καλύπτομαι, κλείνομαι κάπου («τὴν ἐπιγλωττίδα... ἐπιπτύσσεσθαι δυναμένην ἐπὶ τὸ τῆς ἀρτηρίας τρῆμα», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπτύσσω: складывать, закрывать (τὸ γραμματεῖον Luc.); med. складываться, закрываться (ἐπὶ τὸ τρῆμα Arst.).