βιαρκής

From LSJ
Revision as of 17:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐαρκής Medium diacritics: βιαρκής Low diacritics: βιαρκής Capitals: ΒΙΑΡΚΗΣ
Transliteration A: biarkḗs Transliteration B: biarkēs Transliteration C: viarkis Beta Code: biarkh/s

English (LSJ)

ές, (

   A βίος 11, ἀρκέω) supplying the necessaries of life, AP6.179 (Arch.).    2 life-giving, Nonn.D.17.370.

German (Pape)

[Seite 444] ές, hinlänglichen Lebensunterhalt gewährend, λινοστασίη Archi. 8 (VI, 179); Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

βιαρκής: -ές, (βίος, ἀρκέω) ὁ παρέχων τὰ ἀναγκαῖα τοῦ βίου, ἐπαρκῶν εἰς τὰ τοῦ βίου, Ἀνθ. Π. 6. 179.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui suffit aux besoins de la vie.
Étymologie: βίος, ἀρκέω.

Spanish (DGE)

-ές
1 que proporciona suficientes medios de vida λινοστασίη AP 6.179 (Arch.).
2 dador de vida καρπός SEG 38.1797.7 (Egipto II d.C.), γαίη Nonn.D.17.370, ἐφετμαί Nonn.Par.Eu.Io.15.14, cf. 17.8.

Greek Monolingual

βιαρκής (-οῡς), -ές (Α)
1. επαρκής για τις βιοτικές ανάγκες
2. ζωοδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + αρκής < άρκος (Ι) < πιθ. αρκώ «επαρκώ, είμαι αρκετός»].

Greek Monotonic

βιαρκής: -ές (βίος, ἀρκέω), αυτός που παρέχει τα αναγκαία για τη ζωή, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βιαρκής: дающий достаточные средства к жизни (λινοστασίη Anth.).

Middle Liddell

βίος, ἀρκέω
supplying the necessaries of life, Anth.