περικλείω

From LSJ
Revision as of 18:21, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικλείω Medium diacritics: περικλείω Low diacritics: περικλείω Capitals: ΠΕΡΙΚΛΕΙΩ
Transliteration A: perikleíō Transliteration B: perikleiō Transliteration C: perikleio Beta Code: periklei/w

English (LSJ)

Ion. περι-κληΐω, old Att. περι-κλῄω, (κλείω (A), κλείς)

   A shut in all round, enclose, ἐκ τοῦ περικληΐοντος ὄρεος Hdt.3.117, cf. 7.129,198 ; ὅπως αἱ νῆες περικλῄσειαν Th.2.90: abs., περικλειούσης θαλάττης Ph.2.544:—Med., περικλῄσασθαι τὰς ναῦς τῶν ἐναντίων get them surrounded, Th.7.52:—Pass., ὑπὸ πλήθους περικλῃόμενοι Id.2.100.    II metaph., in Pass., to be confined, reduced, εἰς τοὺς ἐσχάτους κινδύνους D.S.16.35 ; εἰς ἀνενεργησίαν S.E.M.11.162, cf. POxy.1666.12 (iii A.D.):— later in Act., limit, εἰς τρία τὴν πραγματείαν Steph.in Hp.1.179; ἐπεὶ δέ με ὁ χρόνος περιέκλειε τὸ τέλος ἐπάγων Vett. Val.354.1.

German (Pape)

[Seite 579] (s. κλείω), ion. περικληΐω, u. altatt. περικλῄω, umschließen, rings einschließen; πεδίον περικεκληϊμένον οὔρεϊ πάντοθεν, Her. 3, 117, vgl. 7, 129; ὑπὸ τοῦ πλήθους περικλῃόμενοι, Thuc. 2, 100; u. im med., περικλῄσασθαι τὰς ναῦς, 7, 52; Sp., wie Pol. 1, 53, 10; εἰς ἀνενεργησίαν περικλείεσθαι, S. Emp. adv. eth. 162.

Greek (Liddell-Scott)

περικλείω: Ἰων. -κληίω, ἀρχ. Ἀττ. -κλῄω· (κλείω, κλείς). - Κλείω τι ὁλόγυρα, κλείωπεριέχω πανταχόθεν, κυκλῶ παταχόθεν, ἐκ τοῦ περικληίοντος οὔρεος Ἡρόδ. 3. 117, πρβλ. 7. 129, 198· ἵνα αἱ νῆες περικλῄσειαν Θουκ. 2. 90· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, περικλῄσασθαι τὰς ναῦς τῶν ἐναντίων, κυκλῶσαι πανταχόθεν, ὁ αὐτ. 2. 100.

French (Bailly abrégé)

enfermer tout autour, envelopper de toutes parts, acc.;
Moy. περικλείομαι m. sign.
Étymologie: περί, κλείω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και περικλείνω Ν, και ιων. τ. περικληΐω, παλ. τ. περικλήω, Α κλείω
1. κλείνω κάτι γύρω γύρω, περιβάλλω, περιφράζω
2. περικυκλώνω
νεοελλ.
περιέχω, περιλαμβάνω, εμπεριέχω
αρχ.
1. περιορίζω («εἰς τρία τὴν πραγματείαν περικλείειν», Στέφ.)
2. παθ. περικλείομαι
μτφ. περιπίπτω («Φίλιππος εἰς τοὺς ἐσχάτους κινδύνους περικλεισθείς», Διόδ.).

Greek Monotonic

περικλείω: Ιων. -κληΐω, παλιός Αττ. -κλῄω, μέλ. -σω, κλείνω κάτι ολόγυρα, περικυκλώνω από όλες τις πλευρές, σε Ηρόδ., Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., περικλῄσασθαι τὰς ναῦς, για να τις περικυκλώσει, σε Θουκ.· και στην Παθ., ὑπὸπλήθους περικλῃόμενοι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

περικλείω: ион. περικληΐω, атт. περικλῄω тж. med. замыкать, запирать (πεδίον περικεκληϊμένον οὔρεϊ πάντοθεν Her.; med. τὰς ναῦς τῶν ἐναντίων Thuc.): εἰς ἀνενεργησίαν αὐτὸν περικλείεσθαι Sext. замкнуться в бездействии.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-κλείω, Ion. περικληΐω, ouder Att. περικλῄω omsluiten, omsingelen, ook med.

Middle Liddell

ionic -κληίω old attic -κλῄω fut. -σω
to shut in all round, surround on all sides, Hdt., Thuc.; so in Mid., περικλῄσασθαι τὰς ναῦς to get them surrounded, Thuc.; and in Pass., ὑπὸ πλήθους περικλῃόμενοι Thuc.