καθετήρ
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (καθίημι)
A anything let down into, inserted: 1 plug of lint, pessary, Hp.Mul.2.157ap.Gal.19.107 (καθετηρίῳ codd. Hp.). 2 surgical instrument for emptying the bladder, Gal.1.125, al., Sor.2.59; κ. ἀρρενικός Ruf.Oss.12. 3 fishing-line, Artem. 2.14. 4 = κάθεμα, Nicostr.Com.33, IG11(2).287 B68 (Delos, iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1283] ῆρος, ὁ (καθίημι), 1) Alles, was man in Etwas hinabläßt, hineinsteckt, um darin zu untersuchen, bes. in der Chirurgie, Sonde, auch seine Spitze zu Einspritzungen in die Harnblase, zusammengedrehte Charpie, sie in eine Wunde zu stecken, Medic. – 2) bei Artemid. 2, 14 Angelruthe. – 3) = κάθεμα, unter weiblichen Schmucksachen genannt, Poll. 5, 98, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
καθετήρ: ῆρος, ὁ, (καθίημι) πᾶν ὅ,τι ἐμβάλλεται εἴς τι· 1) «στρημμένον» μοτὸν εἰς ἕλκος ἐντιθέμενον, «φυτίλι», «καθετῆρι στρεπτῷ μοταρίῳ» Γαλην. Λεξικ. Ἱπποκρ. 2. 488, (ἐν τῷ κειμένῳ τοῦ Ἱπποκράτους εἶναι καθετήριον)· 2) χειρουργικὸν ἐργαλεῖον πρὸς κένωσιν τῆς οὐροδόχου κύστεως, Γαλην. 2. 396· ἢ δι’ ἐγκλύσματα, ὁ αὐτ. 3) ὁρμιὰ ἁλιευτική, Ἀρτεμίδωρ. 2. 14. 4) = κάθεμα, Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 7, Κλήμ. Ἀλ. 244, ἴδε ἅλυσις.