Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νημερτής

From LSJ
Revision as of 22:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νημερτής Medium diacritics: νημερτής Low diacritics: νημερτής Capitals: ΝΗΜΕΡΤΗΣ
Transliteration A: nēmertḗs Transliteration B: nēmertēs Transliteration C: nimertis Beta Code: nhmerth/s

English (LSJ)

ές, Dor. νᾱμερτής (the only form used by Trag., A. Pers.246), (νη-, ἁμαρτάνω)

   A unerring, infallible, γέρων ἅλιος ν., of Proteus, Od.4.349, etc.; ν. τε καὶ ἤπιος, of Nereus, Hes.Th.235; εἰπεῖν ν. βουλήν a sure decree, i.e. one that will infallibly be put in force, Od.1.86,5.30; νημερτέα εἰπεῖν or μυθήσασθαι to speak sure truths, 3.19, Il.6.376; ἦ μάλα τοῦτο ἔπος ν. ἔειπες 3.204; πάντα ναμερτῆ λόγον A.l.c. (troch.); μῦθος, βάξις, A.R.4.810, 1184: Sup. -έστατος Lyc.223: more freq. as Adv., νημερτὲς ἐνίσπες Od.22.166; τῶν γε νόον ν. ἀνέγνω 21.205; νημερτὲς ὑπόσχεο Il.1.514: Ion. Adv. νημερτέως as trisyll., Od.5.98.

Greek (Liddell-Scott)

νημερτής: -ές, Δωρ. νᾱμερτὴς - καὶ οὗτος εἶναιμόνος τύπος ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ., Πόρσ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 246, Δινδ. εἰς Σοφ. Τρ. 173· (νη-, ἁμαρτάνω)· - ὁ μὴ ἁμαρτάνων εἰς τοὺς λόγους του, ἀληθής, ἀψευδής, γέρων ἅλιος νημερτής, ἐπὶ τοῦ Πρωτέως, Ὀδ. Δ. 349, κτλ.· ν. τε καὶ ἤπιος, ἐπὶ τοῦ Νηρέως, Ἡσ. Θ. 235· εἰπεῖν νημερτέα βουλήν, ἥτις ἀφεύκτως θὰ ἐκτελεσθῇ, Ὀδ. Α. 86, Ε. 30· οὕτω, τῶν γε νόον ν. ἔγνω Φ. 205· ἦ μάλα τοῦτο ἔπος ν. ἔειπας Ἰλ. Γ. 204· οὕτω, πάντα ναμερτῆ λόγον Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μῦθος, βάξις Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 810, 1184· ὑπερθετ. -έστατος, Λυκόφρ. 223· - συνηθέστερον ὡς ἐπίρρ., νημερτὲς ἐνισπεῖν, νημερτέα εἰπεῖν ἢ μυθήσασθαι, λέγειν τὴν ἀλήθειαν, τὴν βεβαίαν ἀλήθειαν, Ὅμ.· ν. ὑπόσχεο Ἰλ. Α. 514· Ἰων. ἐπίρρ. νημερτέως ὡς τρισύλλ., Ὀδ. Ε. 98· πρβλ. νητρεκής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui ne se trompe pas, infaillible;
2 véridique, vrai.
Étymologie: νη-, ἁμαρτάνω.

English (Autenrieth)

ές (ἁμαρτάνω): unerring, infallible; freq., νημερτές, νημερτέα εἰπεῖν, truthfully, truly, Od. 3.19, Od. 4.314.— Adv., νημερτέως, ε , Od. 19.296.

Greek Monolingual

-ές (Α νημερτής και δωρ. τ. ναμερτής, -ές) νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νημερτείς (ενν. σκώληκες)
ζωολ. οι νημερτίνοι
αρχ.
1. αυτός που δεν σφάλλει στα λόγια του, αυτός που λέει τα σωστά, αψευδής («ἀλλὰ τὰ μέν μοι ἔειπε γέρων ἅλιος νημερτής», Ομ. Οδ.)
2. (για λόγια ή για πράγματα) αληθινός, σωστός («εἰ δ', ἄγε μοι δμωαί, νημερτέα μυθήσασθε», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «νημερτὴς βουλή» — απόφαση η οποία αναπόφευκτα θα εκπληρωθεί Ομ. Οδ.)
4. (το ουδ. εν. ή πληθ. ως επίρρ.) νημερτές, νημερτέα
αληθινά, σωστά.
επίρρ...
νημερτέως (Α)
ιων. τ. με νημερτή τρόπο, αληθινά, σωστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + θ. (α)μερ- του ἁμαρτάνω. Η λ. ως νεοελλ. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nemertea < Νημερτής, όν. μιας Νηρηίδας].

Greek Monotonic

νημερτής: -ές (νη-, ἁμαρτεῖν), Δωρ. και Τραγ. νᾱμερτής, αλάνθαστος στους λόγους του, αψευδής, αληθής, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· νημερτέα βουλήν, βέβαιη απόφαση, δηλ. απόφαση που πρόκειται σίγουρα να εκτελεστεί, σε Ομήρ. Οδ.· νημερτέα εἰπεῖν ή μυθήσασθαι, λέει αλήθειες, σε Όμηρ.· Ιων. επίρρ. νημερτέως, ως τρισύλ., σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

νημερτής:
1) непогрешимый, говорящий правду (γέρων ἅλιος, т. е. Πρωτεύς Hom.);
2) верный, надежный (ἔπος, βουλή, νόος Hom.; λόγος Aesch.).

Middle Liddell

νη-μερτής, ές (νη-, ἁμαρτεῖν)
unerring, infallible, Od., Hes.; νημερτέα βουλήν a sure decree, i. e. one that will infallibly be enforced, Od.; νημερτέα εἰπεῖν or μυθήσασθαι to speak sure truths, Hom.; ionic adv. νημερτέως as trisyll., Od.

Wikipedia EN

Nemertea is a phylum of invertebrate animals also known as "ribbon worms" or "proboscis worms". Alternative names for the phylum have included Nemertini, Nemertinea and Rhynchocoela. Most are very slim, usually only a few millimeters wide, although a few have relatively short but wide bodies. Many have patterns of yellow, orange, red and green coloration. Nemertea are named after the Greek sea-nymph Nemertes, one of the daughters of Nereus and Doris. https://en.wikipedia.org/wiki/Nemertea