πρέσβος

From LSJ
Revision as of 14:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρέσβος Medium diacritics: πρέσβος Low diacritics: πρέσβος Capitals: ΠΡΕΣΒΟΣ
Transliteration A: présbos Transliteration B: presbos Transliteration C: presvos Beta Code: pre/sbos

English (LSJ)

εος, τό, poet. word,

   A object of reverence, Πέρσαις to them, A. Pers.623 (anap.); π. Ἀργείων august assembly of... Id.Ag.855,1393.

German (Pape)

[Seite 698] τό, poet. = πρέσβευμα, Gegenstand der Verehrung; βασίλεια γύναι, πρέσβος Πέρσαις, Aesch. Pers. 615; auch πρέσβος Ἀργείων τόδε, die Ehrenversammlung, Ag. 829.

Greek (Liddell-Scott)

πρέσβος: τό, ποιητ. λέξ., τὸ ἐν τιμῇ ὄν, βασίλεια γύναι, πρέσβος Πέρσαις Αἰσχύλ. Πέρσ. 623· πρ. Ἀργείων, σεβασμία συνέλευσις τῶν Ἀργείων..., ὁ αὐτ. Ἀγ. 855. 1393.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
objet de respect ; πρέσβος Ἀργείων ESCHL l’auguste assemblée des Argiens.
Étymologie: πρέσβυς.

Greek Monolingual

-εος, τὸ, Α
(ποιητ. τ.) πρέσβευμα. σεβαστό αντικείμενο (α. «βασίλεια γῡ
ναι, πρέσβος Πέρσαις» β. «πρέσβος Αργείων τόδε» — σεβαστή εκκλησία, συνέλευση τών Αργείων, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του πρέσβυς, κατά τα: κράτος, κῦδος.

Greek Monotonic

πρέσβος: τό (πρεσβύς), αντικείμενο τιμής, σε Αισχύλ.· πρέσβος Ἀργείων, η σεβάσμια συνέλευση των Αργείων, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πρέσβος: εος τό предмет глубокого уважения: π. Πέρσαις Aesch. (царица Атосса), окруженная почитанием персов; π. Ἀργείων Aesch. высокочтимое собрание аргосских старейшин.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρέσβος -ους, zonder contr. -εος, τό [πρέσβυς] object van respect:; βασίλεια γύναι, πρέσβος Πέρσαις koninklijke vrouwe, door de Perzen hogelijk geëerd Aeschl. Pers. 623; uitbr.: ἄνδρες πολῖται, πρέσβος Ἀργείων heren burgers, verheven raad der Grieken Aeschl. Ag. 855.

Middle Liddell

πρέσβος, εος, τό, [πρεσβύς]
an object of reverence, Aesch.; πρ. Ἀργείων august assembly of Argives, Aesch.