ὑπόροφος

From LSJ
Revision as of 15:47, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόροφος Medium diacritics: ὑπόροφος Low diacritics: υπόροφος Capitals: ΥΠΟΡΟΦΟΣ
Transliteration A: hypórophos Transliteration B: hyporophos Transliteration C: yporofos Beta Code: u(po/rofos

English (LSJ)

ον, (from ὄροφος, reed) ὑ. βοά

   A the soft note of the pipe, E.Or.147 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1230] = ὑπώροφος. Aber βοά Eur. Or. 147 ist die sanft aus dem Rohr ertönende Stimme.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόροφος: καὶ ὑπορόφιος, ἴδε ἐν λ. ὑπώρ-· ἀλλὰ ΙΙ. (ἐκ τοῦ ὄροφος, κάλαμος), ὑπ. βοά, ὁ μαλακὸς ἦχος τοῦ αὐλοῦ, Εὐρ. Ὀρ. 147, ἴδε Pors.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ὑπώροφος.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόροφος, -ον, ΝΜΑ
(δ. γρφ.) υπώροφος
νεοελλ.
φρ. «υπόροφη βλάστηση» ή, απλώς, «ο υπόροφος»
οικολ. το σύνολο τών δέντρων και τών θάμνων που φύονται κάτω από την κομοστέγη τών δέντρων και συγκροτούν τον κύριο πληθυσμό ενός δάσους
αρχ.
φρ. «ὑπόροφος βοή» — ο απαλός ήχος του αυλού.

Greek Monotonic

ὑπόροφος: -ον (ὄροφος, καλάμι), ὑπόροφος βοά, ο μαλακός ήχος του αυλού, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόροφος: издаваемый тростником, по по друг. - приглушенный (βοά Eur.). - см. тж. ὑπώροφος.

Middle Liddell

ὑπ-όροφος, ον, ὄροφος (a reed)]
ὑπ. βοά the soft note of the pipe, Eur.