διαμαστροπεύω

From LSJ
Revision as of 14:09, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμαστροπεύω Medium diacritics: διαμαστροπεύω Low diacritics: διαμαστροπεύω Capitals: ΔΙΑΜΑΣΤΡΟΠΕΥΩ
Transliteration A: diamastropeúō Transliteration B: diamastropeuō Transliteration C: diamastropeyo Beta Code: diamastropeu/w

English (LSJ)

   A pander: metaph. in Pass., -ομένης τῆς ἡγεμονίας γάμοις bargained away by a marriage, Plu.Caes.14.

German (Pape)

[Seite 589] verkuppeln; ἡγεμονία γάμοις -ομένη Plut. Caes. 14, der Oberbefehl wird durch eine Heirath vergeben.

Greek (Liddell-Scott)

διαμαστροπεύω: μεσιτεύω πρὸς ἀτιμίαν, προαγωγεύω, δ. τὴν ἡγεμονίαν γάμοις, πωλῶ τὸ κράτος ἀντὶ γάμου, Πλούτ. Καίσ. 14.

French (Bailly abrégé)

prostituer.
Étymologie: διά, μαστροπεύω.

Spanish (DGE)

prostituir fig., en v. pas. γάμοις διαμαστροπευομένης τῆς ἡγεμονίας prostituido el supremo poder con bodas Plu.Caes.14, cf. App.BC 2.14.

Greek Monotonic

διαμαστροπεύω: μέλ. -σω, προάγω σε ατιμία, προωθώ, εκπορνεύω, διαφθείρω· δ. τὴν ἡγεμονίαν γάμοις, ξεπουλώ το κράτος με ένα γάμο, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-μαστροπεύω koppelen; overdr.: γάμοις διαμαστροπευομένης τῆς ἡγεμονίας nu de leiding van de staat door huwelijken versjacherd wordt Plut. Caes. 14.8.

Russian (Dvoretsky)

διαμαστροπεύω: сводничать: γάμοις διαμαστροπευομένη ἡγεμονία Plut. ирон. власть, полученная путем брака.

Middle Liddell

fut. σω
to pander, δ. τὴν ἡγεμονίαν γάμοις to bargain away the empire by a marriage, Plut.