κατακηλέω

From LSJ
Revision as of 14:05, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακηλέω Medium diacritics: κατακηλέω Low diacritics: κατακηλέω Capitals: ΚΑΤΑΚΗΛΕΩ
Transliteration A: katakēléō Transliteration B: katakēleō Transliteration C: katakileo Beta Code: katakhle/w

English (LSJ)

   A charm, cast a spell over, τήνδ' ἄτην S.Tr.1002 (anap.):—Pass., Pl.Cra.403e, Plu.Num.20, Ath.4.174b, Dam.Isid. 48.

German (Pape)

[Seite 1352] bezaubern, durch Zaubermittel besänftigen, für sich gewinnen; ἄτην Soph. Tr. 998, Schol. θεραπεύειν, mildern; Plat. κατακεκηλῆσθαι Crat. 403 d; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατακηλέω: διὰ τῆς ἡδύτητος τῆς ἀκοῆς καταπραΰνω τὴν ψυχήν, καταθέλγω, διὰ μαγειῶν ἀποδιώκω, θεραπεύω, Λατ. delinire, τὴν ἄτην Σοφ. Τρ. 1003. -Παθ., «κατακηλεῖσθαι· τὸ ὑπὸ τῶν αὐλῶν θέλγεσθαι· καὶ κατακηλούμενοι· ἐξοιστρούμενοι, καταθελγόμενοι» Ἡσύχ.·-κατακεκηλῆσθαι πάντας Πλάτ. Κρατ. 493D, Ἀθήν. 174Β, Δαμασκ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 338. 7.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
charmer, adoucir.
Étymologie: κατά, κηλέω.

Greek Monotonic

κατακηλέω: μέλ. -ήσω, σαγηνεύω, γοητεύω, καταπραΰνω, διασκορπίζω, διασκεδάζω (πόνο, θλίψη), Λατ. delinire, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κατακηλέω:
1) отгонять заклинаниями (τὴν ἄτην Soph.);
2) pass. поддаваться чарам Plat.;
3) смягчать, умиротворять (κατακεκηλῆσθαι τοῖς λογισμοῖς Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κηλέω betoveren.

Middle Liddell

fut. ήσω
to charm away, Lat. delinire, Soph.