παροψώνημα

From LSJ
Revision as of 12:40, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροψώνημα Medium diacritics: παροψώνημα Low diacritics: παροψώνημα Capitals: ΠΑΡΟΨΩΝΗΜΑ
Transliteration A: paropsṓnēma Transliteration B: paropsōnēma Transliteration C: paropsonima Beta Code: paroyw/nhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A addition to the regular fare, dainty : metaph., εὐνῆς π. τῆς ἐμῆς χλιδῆς a new relish to the pleasures of my bed, A.Ag.1447.

German (Pape)

[Seite 528] τό, = παρόψημα, leckerhaftes Nebengericht; übertr. sagt Aesch. Ag. 1447 ἐμοὶ δ' ἐπήγαγεν εὐνῆς παροψώνημα τῆς ἐμῆς χλιδῆς, eine Nebenfreude.

Greek (Liddell-Scott)

παροψώνημα: τό, προσθήκη τις εἰς τὴν συνήθη τροφήν, γλύκυσμα, μεταφορ., εὐνῆς π. τῆς ἐμῆς χλιδῆς, νέα ἡδονὴ προστιθεμένη εἰς τὰς ἡδονὰς τῆς κοίτης μου, Αἰσχύλου Ἀγ. 1447· πρβλ. παροψὶς Ι.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mets friand ; fig. assaisonnement, agrément.
Étymologie: παρά, ὀψωνέω.

Greek Monolingual

τὸ, Α παροψωνώ
πρόσθετο εκλεκτό έδεσμα.

Greek Monotonic

παροψώνημα: -ατος, τό (ὀψωνέω), προσθήκη στο κανονικό φαγητό, ορεκτικό, λιχουδιά, μεταφ., παροψώνημα χλιδῆς, απόλαυση χλιδής, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παροψώνημα -ατος, τό [παροψωνέω] eigenl. lekker hapje, bijgerecht, toetje: overdr.: εὐνῆς παροψώνημα τῆς ἐμῆς χλιδῆς een toegift bij mijn wellustigheid in bed Aeschl. Ag. 1447.

Russian (Dvoretsky)

παροψώνημα: ατος τό досл. лакомое блюдо, лакомство, перен. дополнительное наслаждение Aesch.

Middle Liddell

παρ-οψώνημα, ατος, τό, ὀψωνέω
an addition to the regular fare, a dainty, metaph., π. χλιδῆς a new relish to luxury, Aesch.

English (Woodhouse)

dainty morsel

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)