σησαμοειδής

From LSJ
Revision as of 16:19, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σησᾰμοειδής Medium diacritics: σησαμοειδής Low diacritics: σησαμοειδής Capitals: ΣΗΣΑΜΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: sēsamoeidḗs Transliteration B: sēsamoeidēs Transliteration C: sisamoeidis Beta Code: shsamoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like sesame or sesame-seeds, Thphr.HP3.13.6; of bones, Gal.UP2.12.    II σησαμοειδές, τό, fruit of ἐλλέβορος μέλας, Dsc.4.162; used medicinally, Hp.Acut.(Sp.) 60, Ep. 21; hellebore from Anticyra acc. to Diocl.Fr.152; also σ. φάρμακον Str.9.3.3.    2 σ. τὸ μικρόν, purple rock-cress, Aubrietia deltoidea, Dsc.4.163 (also called σ. τὸ λευκόν, Ps.-Dsc. ibid.).    3 σ. τὸ μέγα, bastard rocket, Reseda alba, Dsc.4.149.

German (Pape)

[Seite 876] ές, 1) sesamartig, der Sesampflanze od. ihrem Saamen ähnlich. – 2) σησαμοειδὲς μέγα u. μικρόν, zwei sesamähnliche Pflanzen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σησᾰμοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς σησάμην ἢ πρὸς κόκκους σησάμου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 13, 6. 2) σησαμοειδὲς μέγα καὶ μικρόν, δύο φυτὰ ὅμοια πρὸς τὴν σησάμην, εἴδη τοῦ φυτοῦ Reseda, κατὰ τὸν Sprengel, Διοσκ. 4. 152· εἶναι δὲ ἐν χρήσει ὡς φάρμακον, Ἱππ. 406. 38., 1288. 15· ὡσαύτως, σ. φάρμακον Στράβ. 418, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που μοιάζει με σουσάμι, με σπόρο σουσαμιού
νεοελλ.
ανατ. φρ. α) «σησαμοειδή οστά» — μικρά στρογγυλά οστά που μοιάζουν με κόκκους σουσαμιού και αναπτύσσονται μέσα στους τένοντες οι οποίοι διέρχονται από τις αρθρώσεις
β) «σησαμοειδείς χόνδροι» — δύο ώς τέσσερεις μικροί χόνδροι του χόνδρινου σκελετού του λάρυγγα
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ σησαμοειδές
ο καρπός του φυτού ελλέβορος ο μέλας
2. φρ. α) «σησαμοειδὲς τὸ μικρόν» — το φυτό ωβριετία η δελτοειδής, της οικογένειας σταυρανθή
β) «σησαμοειδὲς τὸ μέγα» — το φυτό ρεζεντά η λευκή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + -ειδής].