ταρμύσσω

From LSJ
Revision as of 19:55, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταρμύσσω Medium diacritics: ταρμύσσω Low diacritics: ταρμύσσω Capitals: ΤΑΡΜΥΣΣΩ
Transliteration A: tarmýssō Transliteration B: tarmyssō Transliteration C: tarmysso Beta Code: tarmu/ssw

English (LSJ)

   A frighten, Lyc.1177. (Hence ἀτάρμυκτος).

German (Pape)

[Seite 1071] = φοβεῖν, Suid. aus Lycophr. 1177 nach Emend.

Greek (Liddell-Scott)

ταρμύσσω: ἐμβάλλω εἰς φόβον, φοβῶ, Λυκόφρ. 1177, ἔνθα ἴδε Bachm. (Ὅθεν ἀτάρμυκτος).

French (Bailly abrégé)

c. ταρβέω.

Greek Monolingual

Α
φοβίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. με επίθημα -ύσσω (πρβλ. αἰθύσσω), άγνωστης ετυμολ. Δεν ικανοποιούν ούτε η σύνδεση με το ρ. τρέμω και με τα τέ-τραμ-ος / τετραμαίνω ούτε η αναγωγή της λ. σε αμάρτυρο τ. ταρμός (< τείρω «ταλαιπωρώ, βασανίζω»)].

Frisk Etymology German

ταρμύσσω: {tarmússō}
Forms: Aor. ταρμύξασθαι· φοβηθῆναι H.; ἀτάρμυκτος unerschrocken (Euph., Nik., H., EM).
Grammar: v.
Meaning: erschrecken (Lyk. 1177),
Etymology : Bildung wie αἰθύσσω, κινύσσομαι, σκαρδαμύσσω u. a., entweder denominativ oder deverbativ. Die semantisch naheliegende Anknüpfung an τρέμω (Persson Beitr. 2, 572 A. 1) mag wegen der Schwundstufe ταρμ- gegenüber τραμ-in τέτραμος, τετραμαίνω Bedenken erregen. Anderer Vorschlag von Debrunner IF 21, 243 (zögernd): von *ταρμός Qual zu τείρω.
Page 2,857