χρέμμα
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ατος, τό,
A spittle, expecloration, D.L.2.67 (sed leg. κράματι).
German (Pape)
[Seite 1370] τό, Auswurf, Spucke, D. L. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρέμμα: τό, τὸ ἀποχρεμπτόμενον καὶ ἀποπτυόμενον, πτύελον, «ῥόχαλον» , Διογ. Λ. 2. 67.
Greek Monolingual
-ατος, τὸ, Α χρέμπτομαί
φλέμα, απόχρεμμα, ρόχαλο.
Russian (Dvoretsky)
χρέμμα: ατος τό χρέμπτομαι плевок Diog. L.