ἀνεμώκης
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ες,
A swift as the wind, νεφέλα E.Ph.163 (lyr.); δῖναι Ar.Av.697; κόρα Lyr.Adesp.106.
German (Pape)
[Seite 223] ες, windschnell, νεφέλη Eur. Phoen. 1 64; δῖναι Ar. Av. 697.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμώκης: -ες, (ὠκύς) ταχὺς ὡς ὁ ἄνεμος, νεφέλα Εὐρ. Φοίν. 163· δῖναι Ἀριστοφ. Ὄρν. 697· ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ ποδώκης.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
rapide comme le vent.
Étymologie: ἄνεμος, ὠκύς.
Spanish (DGE)
-ες
• Prosodia: [ᾰ-]
ligero como el viento νεφέλα E.Ph.163, δῖναι Ar.Au.697, κόρα Lyr.Adesp.40.
Greek Monolingual
ἀνεμώκης, -ες (Α)
ταχύς, γρήγορος σαν τον άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + -ώκης < ώκος «ταχύς» (πρβλ. ωκύς)].
Greek Monotonic
ἀνεμώκης: -ες (ὠκύς), ταχύς, γρήγορος όπως ο άνεμος, σε Ευρ., Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεμώκης: быстрый как ветер (νεφέλα Eur.; δῖναι Arph.).