ἀνταπολαμβάνω

From LSJ
Revision as of 15:27, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνταπολαμβάνω Medium diacritics: ἀνταπολαμβάνω Low diacritics: ανταπολαμβάνω Capitals: ΑΝΤΑΠΟΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: antapolambánō Transliteration B: antapolambanō Transliteration C: antapolamvano Beta Code: a)ntapolamba/nw

English (LSJ)

   A receive or accept in return, ἑστίασιν Pl.Ti.27b; χάριν D.20.46.

German (Pape)

[Seite 244] (s. λαμβάνω), dagegen empfangen, Plat. Tim. 27 b; χάριν Dem. 20, 46.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταπολαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, ἀπολαμβάνω ἐν τῷ μέρει, ἀπολαμβάνω ἀμοιβαίως, τελέως τε καὶ λαμπρῶς ἔοικα ἀνταπολήψεσθαι τὴν τῶν λόγων ἑστίασιν Πλάτ. Τίμ. 27Β, Δημ. 471. 2.

French (Bailly abrégé)

recevoir en retour.
Étymologie: ἀντί, ἀπολάμβανω.

Spanish (DGE)

1 recibir, aceptar a su vez ἑστίασιν Pl.Ti.27b, χάριν D.20.46, Ael.Ep.8, τὴν ἄνωθεν ὕπαρξιν Corp.Herm.16.4.
2 sufrir un castigo ἐκ νόμων PMasp.97ue.75 (VI d.C.).

Greek Monolingual

ἀνταπολαμβάνω (Α)
παίρνω ή δέχομαι κάτι ως ανταπόδοση.

Greek Monotonic

ἀνταπολαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, λαμβάνω ή αποδέχομαι ως αντάλλαγμα, σε Πλάτ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνταπολαμβάνω: получать взамен или в воздаяние (τὴν τῶν λόγων ἑστίασιν Plat.; χάριν Dem.).

Middle Liddell


to receive or accept in return, Plat., Dem.