ἀρχαιόγονος

From LSJ
Revision as of 15:00, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχαιόγονος Medium diacritics: ἀρχαιόγονος Low diacritics: αρχαιόγονος Capitals: ΑΡΧΑΙΟΓΟΝΟΣ
Transliteration A: archaiógonos Transliteration B: archaiogonos Transliteration C: archaiogonos Beta Code: a)rxaio/gonos

English (LSJ)

ον,

   A of ancient race, of old descent, S.Ant.981.    II (perh. parox. ἀρχαιογόνος) original, primal, αἰτία Arist.Mu.399a26 (nisi leg. ἀρχέγονον).

German (Pape)

[Seite 364] aus altem Geschlechte, Soph. Tr. 968; übh. ursprünglich, αἰτία Arist. mund. 6, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχαιόγονος: -ον, ὁ ἐξ ἀρχαίου γένους, λίαν ἀρχαῖος, Σοφ. Ἀντ. 981. ΙΙ. ἴσως παροξ. ἀρχαιο-γόνος, ἀρχικός, πρῶτος, αἰτία Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une antique origine.
Étymologie: ἀρχαῖος, γίγνομαι.

Spanish (DGE)

-ον
1 antiguo, noble σπέρμα ... ἀρχαιογόνων ... Ἐρεχθειδᾶν S.Ant.981.
2 originario αἰτία Arist.Mu.399a26 (cód.); cf. ἀρχέγονος.

Greek Monolingual

ἀρχαιόγονος, -ον (Α)
αυτός που κατάγεται από αρχαίο γένος.

Greek Monotonic

ἀρχαιόγονος: -ον, αυτός που προέρχεται από αρχαία φυλή, από παλιά καταγωγή, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχαιόγονος:
1) старинного происхождения, древний (Ἐρεχθεΐδαι Soph.);
2) изначальный, первичный (ἀ. καὶ πρώτη αἰτία Arst.).

Middle Liddell


of ancient race, of old descent, Soph.