ἄημα
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
English (LSJ)
τό,
A blast, wind, A.Ag.1418, Eu.905, S.Aj.674, Call.Aet.3.1.36.
German (Pape)
[Seite 44] τό, Wehen, ἀνέμων Aesch. Eum. 865; Soph. Ai. 659; Anth.; ῥόδον θεῶν ἄημα Anacr. 53, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἄημα: τό, πνοὴ ἰσχυρά, ἄνεμος. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1418. Εὐμ. 905· δεινῶν ἄ. πνευμάτων (Λοβ. λειῶν), Σοφ. Αἴ. 674.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
souffle.
Étymologie: ἄημι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
1 c. gen. soplo, ráfaga ἀνέμων A.Eu.905, πνευμάτων S.Ai.674, ἀ. φυσάων el resoplar de los fuelles Call.Dian.55, Ζεφύροιο ποητόκου ὑγρὸν ἄ. húmedo soplo del Céfiro que produce yerba, AP 10.6 (Thyill.), ψύχων θερμὸν ἄημα πυριβλήτοιο προσώπου enfriando el ardiente soplo de su cara herida por el fuego Nonn.D.30.91.
2 abs. viento ἐπῳδὸν Θρῃκίων ἀημάτων conjuro de los vientos tracios ref. al sacrificio de Ifigenia, A.A.1418, αἰτεῖσθαι τὸ δ' ἄημα παραὶ Διός Call.Fr.75.36.
3 fig. olor ὅσα πνέει ἐχθρὸν ἄημα cuantas cosas exhalan un odioso olor Opp.H.3.438, θεῶν ἄημα de la rosa Anacreont.55.4.
Greek Monotonic
ἄημα: τό, πνοή ισχυρή, άνεμος, σε Αισχύλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἄημα: ατος τό дуновение, веяние, порыв (ἀνέμων Aesch.; πνευμάτων Soph.).
Middle Liddell
[from ἄημι
a blast, gale, Aesch., Soph.