Ἀδρίας
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
ον, Ion. Ἀδρίης, εω, ὁ,
A the Adriatic, Hdt.5.9, etc.:— Adj. Ἀδρι-ᾱνός, ή, όν, A.Fr.71, also Ἀδρι-ηνός, κῦμα τᾶς Ἀδριηνᾶς ἀκτᾶς E.Hipp.736 (lyr.): later, Ἀδρι-ακός, νέκταρ, of Italian wine, called Adriatic because imported through Corcyra, AP6.257 (Antiphil.): Ἀδριανικός,
A ἀλεκτορίδες Arist.GA749b29: Ἀδριατικός, ὄρνιθες Chrysipp. Tyan. ap. Ath.7.285d:—also fem. Ἀδρι-άς, άδος
A, ἅλμη D.P.92.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀδρίας: -ου, Ἰων. Ἀδρίης, εω, ὁ, ὁ Ἀδριατικός· Ἡρόδ. 5. 9. κτλ. ― Ἐπίθ. Ἀδριανός, ή, όν, (πρβλ. ἀλεκτορίς)· ― ἀλλὰ παρὰ τοῖς παλαιοτέρ. Ἀττικ.: Ἀδριηνός, ὁ Ἀδριατικός· κῦμα τᾶς Ἀδριηνᾶς ἀκτᾶς, Εὐρ. Ἱππ. 736 (λυρ.)· οὕτω παρ’ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 67, ὁ Ἕρμαν. διορθοῖ Ἀδριηναί τε γυναῖκες: ― ὡσαύτως Ἀδριανικός, ή, όν· ἄλλη γραφ. ἐν Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 1, 3, καὶ ἀλλ.· Ἀδριᾱτικός, Ἀθήν. 285D· ― Ἀδριᾰκὸς ἀμφιφορεύς, ὅ ἐ. ἀγγεῖον πλῆρες Ἰταλικοῦ οἶνου, ἔχον τοῦτο τὸ ὄνομα, ὡς κομιζόμενον διὰ Κερκύρας, Ἀνθ. Π. 6. 257· Ἀριστ. Θαυμ. 104, Ἡσύχ. ― ἰδιόρρυθμον θηλ. Ἀδριάς, άδος, Διον. Π. 92.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
la mer Adriatique.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): jón. Ἀδρίης
I mit. Adrias hijo del mesapio Pausón, epón. del mar Adriático, Eudox. en Et.Gen.α 86.
II geog.
1 el mar Adriático Hdt.1.163, 4.33, 5.9, Lys.32.25, Plb.3.47.4, Call.Fr.407.169, Str.1.2.10, Laterc.Alex.11.7.
2 río del norte de Italia, quizá el actual Tartaro, que desemboca junto a la ciu. de Adria, del que se afirma que da nombre al mar Adriático, Hecat.90, Theopomp.Hist.129.
English (Strong)
from Adria (a place near its shore); the Adriatic sea (including the Ionian): Adria.
English (Thayer)
(WH Ἁδρ.), ὁ, Adrias, the Adriatic Sea, i. e., in a wide sense, the sea between Greece and Italy: B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Adria; Dict. of Greek and Rom. Geog. under the word Adriaticum Mare).
Greek Monotonic
Ἀδρίας: -ου, Ιων. -ίης, -εω, ὁ, ο Αδριατικός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. Ἀδριᾱνός, αρχ. Αττ. Ἀδριηνός, -ή, -όν, ο Αδριατικός, σε Ευρ.· επίσης, Ἀδριᾰκὸς ἀμφιφορεύς, δηλ. αγγείο γεμάτο από ιταλικό κρασί, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
Ἀδρίᾱς: ион. Ἀδρίης, ου ὁ Адриатическое море Her. Lys., Anth.
Middle Liddell
the Adriatic, Hdt., etc.
Chinese
原文音譯:'Adr⋯aj 阿得利阿士
詞類次數:專有名詞(1)
原文字根:亞底亞
字義溯源:亞底亞海;在意大利之南,意為:無樹木
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 亞底亞海(1) 徒27:27