ἐξέτασις

From LSJ
Revision as of 15:44, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξέτᾰσις Medium diacritics: ἐξέτασις Low diacritics: εξέτασις Capitals: ΕΞΕΤΑΣΙΣ
Transliteration A: exétasis Transliteration B: exetasis Transliteration C: eksetasis Beta Code: e)ce/tasis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A close examination, scrutiny, test, Pl.Ap.22e, Tht.210c; ἡδονῆς ἐ. πᾶσαν ποιήσασθαι Id.Phlb.55c; ἐ. ποιεῖσθαι περί τινος Lycurg.28; ἐ. λαμβάνειν undertake an inquiry, D.18.246; ἐ. τινος ἔχειν Th.6.41; ἔσχον τὸ ἴσον εἰς ἐ. I received the copy for examination, PLond.2. 338.24 (ii A.D.), etc.; ἐ. γίγνεται πρός τι comparison is made with... Luc.Prom.12.    2 a military inspection or review, ἐ. ὅπλων, ἵππων ποιεῖσθαι, hold a review of .., Th.4.74, 6.45,96; τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν βαρβάρων ποιεῖσθαι X.An.1.2.14; ἐ. σὺν τοῖς ὅπλοις ἐγίγνετο ib.5.3.3.    b at Rome, ἐ. ἱππέων, = Lat. transvectio equitum, Plu.Aem. 38, D.C.55.31; ἐ. ἐτησία Id.63.13.    c ἐ. τῶν βουλευτῶν, = Lat. lectio Senatus, revision of the Senatorial roll, Id.54.26.    d ἐ. βίων, of the Roman Census, Plu.Aem.38, cf. J.AJ3.12.4.    e inspection of articles, IG22.333.11.    3 arrangement, order, Nicom. Harm.6.

German (Pape)

[Seite 879] ἡ, die Prüfung, Untersuchung, von Personen u. Sachen; Plat. Apol. 22 e; μὴ τοίνυν ἡδονῆς ἐξέτασιν πᾶσαν ποιήσασθαι Phil. 55 c; Folgde; bes. Musterung, ποιεῖσθαι ὅπλων καὶ ἵππων Thuc. 6, 45. 96; Xen. An. 1, 2, 14 u. oft; auch ποιεῖν, 1, 2, 9; ἐξέτασις ἐν τοῖς ὅπλοις γίγνεται 5, 3, 3; ἐξέτασιν λαμβάνειν, die Untersuchung vornehmen, Dem. 18, 246; πρός τι, Vergleichung womit, Luc. Prom. 12; – βίων, census der Römer, Plut. Aem. P. 38; auch von gerichtlicher Untersuchung, Hdn. 1, 8, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξέτᾰσις: -εως, ἡ, τὸ ἐξετάζειν τι ἐπισταμένως, ἔρευνα, ἐξέτασις, Πλάτ. Ἀπολ. 22Ε. Θεαίτ. 210C· ἐξ ποιεῖσθαι περί τινος Λυκοῦργ. 151· μέσ., ἐξ. λαμβάνειν, ἀναλαμβάνειν ἔρευναν, Δημ. 308. 25· οὕτως, ἐξ. τινος ἔχειν Θουκ. 6. 41· ἐξ. γίγνεται πρός τι, σύγκρισις γίνεται πρός τι..., Λουκ. Προμ. ἢ Καύκ. 12· ‒ ἐξ βίων, ἡ παρὰ Ρωμαίοις censura, τιμητεία, Πλούτ. Αἰμίλ. 38. 2) στρατιωτικὴ ἐπιθεώρησις, ἐξ ὅπλων, ἵππων ποιεῖσθαι, ποιεῖν ἐπιθεώρησιν, Θουκ. 4. 74., 6. 45, 96· ποιεῖν Ξεν. Ἀν. 1. 2, 14· ἐξ γίγνεται αὐτόθι 5. 3, 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 recherche, examen;
2 recensement, revue militaire ; à Rome ἐξέτασις βίων PLUT censure.
Étymologie: ἐξετάζω.

Greek Monotonic

ἐξέτασις: -εως, ἡ (ἐξετάζω),
1. εξονυχιστική εξέταση, έρευνα, επιθεώρηση, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
2. στρατιωτική επιθεώρηση ή εξέταση, έλεγχος, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐξέτᾰσις: εως ἡ
1) рассмотрение, исследование, испытание: ἐξέτασιν ποιεῖν (ποιεῖσθαι) Thuc., Xen., Plat. или λαμβάνειν Dem. производить (предпринимать) исследование;
2) воен. проверка, (о)смотр, инспектирование (ὅπλων καὶ ἵππων Dem.; ἐν τῷ πεδίῳ τῶν Ἑλλήνων Xen.);
3) сопоставление, сравнение (πρός τι Luc.);
4) учет, перепись (ἐ. καὶ σύνταξις τῶν πολιτῶν Arst.);
5) надзор (лат. censura) (περὶ τὰ ἤθη καὶ τοὺς βίους, тж. βίων Plut.).

Middle Liddell

ἐξέτᾰσις, εως ἐξετάζω
1. a close examination, scrutiny, review, Thuc., Plat., etc.
2. a military inspection or review, Thuc., Xen.

English (Woodhouse)

examination, review, inspection of troops

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)