ἐπιλιχμάω
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
A lick up, Babr.48.6:—Med., lick up, devour, Ph.1.550: metaph., ἐπιθυμία ἐ. τι πυρὸς δίκην ib.305, cf. 527.
German (Pape)
[Seite 958] = ἐπιλείχω, ἂν μὴ τοῦτό μοὐπιλιχμήσῃς τοὔλαιον Babr. 48, 6; med. bei Philo, v. l. ἐπιλιχνεύομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλιχμάω: ἐπιλείχω, Βαβρ. 48. 6: ― Μέσ. παρὰ Φίλωνι 1. 305, 45 (ἔνθα ἡ ὀρθὴ ἀνάγνωσις εἶναι ἐπιλιχμήσηται), 527. 18, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
lécher.
Étymologie: ἐπί, λιχμάω.
Greek Monotonic
ἐπιλιχμάω: (λιχμάομαι), = ἐπιλείχω, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιλιχμάω: лизать, облизывать Babr.
Middle Liddell
[λιχμάομαι] = ἐπιλείχω, Babr.]