ἔριγμα
From LSJ
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
English (LSJ)
ατος, τό, (ἐρείκω)
A bruised beans, φακῶν ἢ ἐρεβίνθων Hp. Coac.621 (pl.):—also ἐρίγμη, ἡ, Sch.Ar.Ra.508.
German (Pape)
[Seite 1028] τό, = ἔρεγμα, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔριγμα: τό, (ἐρείκω)· τετριμμένοι, κοπανισμένοι κύαμοι, Ἱππ. 220F· ἴδε ἔρεγμα.
Greek Monolingual
ἔριγμα, τὸ (Α)
τρίμμα από κοπανισμένα όσπρια
βλ. έρεγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκω «σχίζω, συντρίβω» — το -ι- του τ. είναι αποτέλεσμα συγχύσεως του ει με το ι (ιωτακισμός)].