γοεδνός
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ή, όν, = sq.1., A.Pers.1057 (lyr.), Supp.73 (lyr.), 194. II = sq.ΙΙ, Id.Pers.1039 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
γοεδνός: -ή, -όν, (πρβλ. μακεδνός) = τῷ ἑπομ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 1039, 1057, Ἱκέτ. 72, 194.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 lamentable, déplorable;
2 qui gémit, qui se lamente.
Étymologie: γόος.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 lamentable γοεδνὰ δ' ἀνθεμίζομαι A.Supp.73, cf. Pers.1057, Supp.194.
2 que se lamenta διαίνομαι γ. ὤν anegado en llanto profiero gemidos A.Pers.1047.
• Etimología: v. γοάω.
Greek Monolingual
γοεδνός, -ή, -όν (Α)
ο γοερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόος αναλογικά προς τα επίθ. σε -δνός (πρβλ. σμερδνός, ολοφυδνός)].
Greek Monotonic
γοεδνός: -ή, -όν = το επόμ., σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
γοεδνός: рыдающий, жалобный (ἔπη Aesch.).
Frisk Etymological English
γοερός See also: s. γοάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γοεδνός -ή -όν γόος treurig, droevig, van zaken:; γοεδνὰ δ ’ ἀνθεμίζομαι ik pluk de bloemen van verdriet Aeschl. Suppl. 73; treurend, van personen:; γοεδνὸς ὤν in treurnis Aeschl. Pers. 1047; acc. n. plur. als adv.. μάλα γοεδνά met luid gejammer Aeschl. Pers. 1057.