γύπινος
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
η, ον, A of a vulture, πτέρυξ Luc.Icar.11.
German (Pape)
[Seite 512] vom Geier, πτέρυξ Luc. Icarom. 11.
Greek (Liddell-Scott)
γύπινος: [ῡ], -η, -ον, ἀνήκων εἰς γῦπα, πτέρυξ Λουκ. Ἰκαρ. 11.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de vautour.
Étymologie: γύψ.
Spanish (DGE)
-η, -ον
propio del buitre πτέρυξ ἡ γ. Luc.Icar.11, cf. DP 18.10.
Greek Monolingual
γύπινος, -η, -ον (Α) γυψ
αυτός που ανήκει στον γύπα.
Greek Monotonic
γύπινος: [ῡ], -η, -ον (γύψ), αυτός που ανήκει στο γύπα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
γύπινος: (ῡ) коршунов, принадлежащий коршуну (πτέρυξ Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γύπινος -η -ον [γύψ] van een gier.
Middle Liddell
[γύψ]
of a vulture, Luc.