άντζα

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἄντζα)
1. η λακκούβα κάτω από το γόνατο, και επεκτ. η κνήμη
2. ο μηρός
3. το σκέλος
4. ο ταρσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας παρά το πλήθος των προτεινόμενων ετυμολογικών ερμηνειών. Πιθανώς < ουσ. αντζί < αντίον «εργαλείο υφαντικού ιστού». Κατ΄ άλλους η λ. προήλθε από ουσ. αντζί < αντικνήμιον, με σύντμηση ή < γαλλ. anche «γλωττίδα» ή < (αρχ. γαλλ.) hanche «γοφός» ή < (αρχ. ουσ.) άγκη ή < επίρρ. άντα ή < πρόθ. αντί ή < ουσ. αντί ή < ιταλ. anca «γοφός» ή < (δημώδ. λατ.) < ancia ή < λατ. anta].