κατεξανάστασις

From LSJ
Revision as of 08:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεξανάστᾰσις Medium diacritics: κατεξανάστασις Low diacritics: κατεξανάστασις Capitals: ΚΑΤΕΞΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: katexanástasis Transliteration B: katexanastasis Transliteration C: kateksanastasis Beta Code: katecana/stasis

English (LSJ)

εως, ἡ,    A rebellion against, resistance to, τινος Longin. 7.3; δόξης καὶ πλούτου Iamb.VP16.69.

German (Pape)

[Seite 1395] ἡ, das Aufstehen wider Einen, die Empörung, Widersetzlichkeit; Longin. de sublim. 7, 3; Iambl. V. P. c. 16 neben καταφρόνησις.

Greek (Liddell-Scott)

κατεξανάστᾰσις: -εως, ἡ, ἡ κατά τινος ἐξέγερσις, ἀντίστασις, Λογγῖν. 7. 3· τινός, εἴς τι πρᾶγμα, δόξης καὶ πλούτου καταφρόνησίν τε καὶ κ. Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 69 καὶ 188.

Greek Monolingual

κατεξανάστασις, -άσεως, ἡ (Α) κατεξανίσταμαι
1. εκδήλωση αντίστασης ή αντίδρασης εναντίον κάποιου, εξέγερση εναντίον κάποιου, σύγκρουση με κάποιον
2. περιφρόνηση, έλλειψη εκτίμησης ενός πράγματος.