λεπυρός

From LSJ
Revision as of 10:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπῠρός Medium diacritics: λεπυρός Low diacritics: λεπυρός Capitals: ΛΕΠΥΡΟΣ
Transliteration A: lepyrós Transliteration B: lepyros Transliteration C: lepyros Beta Code: lepuro/s

English (LSJ)

ά, όν,    A in a husk, peel, rind, γενέθλη Nic.Th.136; ἀθέρων στάχυς ib.803.

German (Pape)

[Seite 32] mit einer Hülfe, Schale versehen, στάχυς, Nic. Th. 803, γενέθλη, in einer Schale, einem Ei enthalten, ib. 136.

Greek (Liddell-Scott)

λεπῠρός: -ά, -όν, ὁ ἐντὸς λεπύρου, κελύφους, φλοιοῦ, Νικ. Θηρ. 136. 803.

French (Bailly abrégé)

ά, ον :
recouvert d’une enveloppe (peau, cosse, écale).
Étymologie: λέπω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α λεπυρός, -ά, -όν, ποιητ. τ. θηλ. λεπυρή) λέπυρον
(για καρπό) αυτός που έχει λέπυρο, δηλ. λεπτό περίβλημα, φλούδι («λεπυρὸς ἀθέρων στάχυς», Νίκ.)
αρχ.
φρ. «λεπυρὴ γενέθλη» — γόνος μέσα σε κέλυφος, σε τσόφλι («καθ' ὕλην ᾠοτόκοι ὄφιες λεπυρὴν θάλπουσι γενέθλην», Νίκ.).