μεγαλωστί

From LSJ
Revision as of 11:51, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλωστί Medium diacritics: μεγαλωστί Low diacritics: μεγαλωστί Capitals: ΜΕΓΑΛΩΣΤΙ
Transliteration A: megalōstí Transliteration B: megalōsti Transliteration C: megalosti Beta Code: megalwsti/

English (LSJ)

[ῐ], Adv. of μέγας,    A far and wide, over a vast space, κεῖτο μέγας μ. Il.16.776, cf. 18.26; κεῖσο μέγας μ. Od.24.40, cf. Sapph. Supp.20a.18.    II v.l. for μεγάλως, Hdt.2.161, Arr.An.4.12.1, al.    2 = μεγαλοπρεπῶς, Hdt.5.67, 6.70, Plb.28.13.5, Luc.Zeux.8.— Ep., Ion., and late Prose.

German (Pape)

[Seite 108] großartig, groß; μέγας μεγαλωστί vrbdt Hom. Il. 16, 776, wo Schol. ἐπὶ μέγαν τόπον des dabeistehenden κεῖτο wegen erkl., über einen großen Raum hin, vgl. 18, 26 Od. 24, 40; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 838; einfach = μεγάλως, z. B. μ. προσέπταισε Her. 2, 161, τιμᾶν, 5, 67, ὑπεδέξατο, prächtig, 6, 70; einzeln bei Sp., wie Luc. Zeus. 8; την προαίρεσιν ἀποδέχεσθαι, eifrig, Pol. 28, 11, 5.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 sur un grand espace;
2 grandement;
3 avec grandeur, avec magnificence.
Étymologie: μέγας.

English (Autenrieth)

μέγας μεγαλωστί, ‘great in his (thy) greatness,’ of a stately form prostrate upon the earth, Il. 16.776, Il. 18.26, Od. 24.40.

Greek Monolingual

μεγαλωστί (Α)
επίρρ.
1. σε μεγάλη έκταση, φαρδιά πλατιά
2. μεγαλοπρεπώς, λαμπρά
3. τεράστια, πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο πιθ. από το επίρρ. μεγάλως + επιρρμ. κατάλ. -τί (πρβλ. αρχ. ινδ. cid) κατά τα νεωστί, ἱερωστί.

Greek Monotonic

μεγᾰλωστί: [ῐ],
I. Επικ. και Ιων. επίρρ. του μέγας, μακριά και πλατιά, σε μεγάλη έκταση, σε Όμηρ.
II. 1. μεγάλως, σε Ηρόδ.
2. επίσης, μεγαλοπρεπῶς, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλωστί: adv.
1) широко, на обширном пространстве (κεῖσθαι Hom.);
2) весьма, чрезвычайно (τιμᾶν Her.);
3) роскошно, пышно, великолепно (ὑποδέχεσθαι Her.);
4) усердно, горячо (ἀποδέχεσθαί τι Polyb.).

Middle Liddell

[epic and ionic adv. of μέγας,]
I. far and wide, over a vast space, Hom.
II. = μεγάλως, Hdt. 2. also = μεγαλοπρεπῶς, Hdt.