στρογγύλλω

From LSJ
Revision as of 23:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρογγύλλω Medium diacritics: στρογγύλλω Low diacritics: στρογγύλλω Capitals: ΣΤΡΟΓΓΥΛΛΩ
Transliteration A: strongýllō Transliteration B: strongyllō Transliteration C: stroggyllo Beta Code: stroggu/llw

English (LSJ)

(στρογγύλος)    A round off, make round, Aret.SA1.8 (Pass.).    II twirl, spin, χειρὶ σ. κρόκην AP7.726 (Leon.): dub. sens. in Archig. ap. Gal.8.90.

German (Pape)

[Seite 955] abrunden, rund machen, κρόκην χειρί Leon. Tar. 78 (VII, 726), u. a. Sp., auch in Prosa.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγύλλω: (στρογγύλος, πρβλ. στωμύλλω, στωμύλος), ποιῶ τι στρογγύλον, στρογγυλεύω, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1.8, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 96 (ἀμφότερα ἐν τῷ παθ.). ΙΙ.περιστρέφω, κλώθω, χειρὶ στρ. κρόκην Ἀνθ. Π. 7. 726.

French (Bailly abrégé)

1 arrondir;
2 faire tourner.
Étymologie: στρογγυλός.

Greek Monolingual

Α στρογγύλος
1. κάνω κάτι στρογγυλό, στρογγυλεύω
2. κλώθω
3. μτφ. παρατείνω.

Greek Monotonic

στρογγύλλω: μέλ. -ῠλῶ, συστρέφω, περιστρέφω, περιδινίζω, κλώθω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

στρογγύλλω: крутить, вращать (κρόκην Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρογγύλλω [στρογγύλος] glad maken.

Middle Liddell

στρογγύλλω,
to twirl, spin, Anth. [from στρογγύ˘λος]