ἀπασχολέω

From LSJ
Revision as of 14:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπασχολέω Medium diacritics: ἀπασχολέω Low diacritics: απασχολέω Capitals: ΑΠΑΣΧΟΛΕΩ
Transliteration A: apascholéō Transliteration B: apascholeō Transliteration C: apascholeo Beta Code: a)pasxole/w

English (LSJ)

   A leave one no leisure, keep him employed, Luc.Philops. 14, Hld.2.21:—Pass., to be wholly occupied or engrossed, so as to attend to nothing else, περί τινα Luc.Charid.19, cf. Olymp. in Mete. 108.22; τινί ib.107.13; ἀ. ἐπὶ τῆς ἀλλοδαπῆς to be absent on foreign service, POxy.71 ii 8 (iv A. D.).    II τῆς συνεχείας τῶν φυτῶν ἀπασχολούσης ἐς ἑαυτὴν τὰ βέλη rendering them of none effect, Hdn.7.2.5.    III ἀ. τινὰ τῶν ἡδίστων detain him from .., Hld. 10.23.

German (Pape)

[Seite 281] durch Beschäftigung abhalten, übh. abhalten, βέλη Herodian. 7, 2, 12; pass., beschäftigt sein, περί τινα Luc. Philops. 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπασχολέω: ἀπασχολῶ ὡς καὶ νῦν Λουκ. Φιλόψ. 14, Ἡλιόδ. 2. 21: ― Παθ. εἶμαι ὁλωσδιόλου ἀπησχολημένος χωρὶς νὰ δύναμαι νὰ προσέξω εἰς ἄλλο τι, περὶ τινα Λουκ. Χαρίδ. 19· πρβλ. Κλήμ. Ἁλ. 778. ΙΙ. τῆς συνεχείας τῶν φυτῶν ἀπασχολούσης εἰς ἑαυτὴν τὰ βέλη, καθιστώσης αὐτὰ ἀτελεσφόρητα, Ἡρωδιαν. 7. 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 ne laisser aucun loisir, tenir occupé ; Pass. être tout occupé : περί τινα auprès de qqn;
2 occuper ailleurs, détourner : βέλη détourner des traits.
Étymologie: ἀπό, ἀσχολέω.

Spanish (DGE)

I c. ac.
1 ocupar c. ac. de pers. ὁ ἔρως ἐκεῖνος ἀπησχόλησεν αὐτόν Luc.Philops.14, cf. Hld.2.21.6.
2 fig. estorbar c. ac. de cosa τῆς συνεχείας τῶν φυτῶν ἀπασχολούσης ἐς ἑαυτὴν τὰ βέλη ... τῶν πολεμίων como la espesura del follaje detuviera los dardos de los enemigos Hdn.7.2.5.
II dedicarse a c. dat. μέτροις καὶ διανομαῖς Hero Geom.162.3, τινί Olymp.in Mete.107.13
tb. en v. med., c. prep. y ac. εἰς τέρψιν Aesop.114.1b, περὶ ταύτην Luc.Charid.19, περὶ τὴν στρατοπέδευσιν D.C.Epit.9.18.2, περὶ τὰ διαφέροντα αὐτῷ ὑπάρχοντα PCair.Isidor.81.9 (III d.C.)
abs. ἀ. ἐπὶ τῆς ἀλλοδαπῆς tener un cargo en el extranjero, POxy.71.2.8 (IV d.C.).
III alejar, apartar c. gen. de separación, c. o sin prep. τὰ πάτρια ὑμᾶς ... τῆς ἀληθείας ἀ. ἔθη Clem.Al.Prot.10.96, τοὺς ἀσκητὰς τῆς ... μελέτης Ath.Al.M.26.1172A, τὸν νοῦν ἀπὸ τῆς εἰς Θεὸν θεωρίας Apoph.Patr.M.65.197C, σε ... ἀπασχολῆσαι τῶν ἡδίστων alejarte de las más dulces ocupaciones Hld.10.23.3
abs. τῆς θεωρίας ... ἀπασχολεῖν βιάζεται τὴν ψυχήν Clem.Al.Strom.4.5.21.

Greek Monotonic

ἀπασχολέω: μέλ. -ήσω (ἄσχολος), δεν αφήνω σε κάποιον περιθώριο αναψυχής, απασχολώ, σε Λουκ. — Παθ., είμαι πλήρως απασχολημένος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπασχολέω:
1) целиком занимать, поглощать (ὁ ἔρως ἀπησχόλησεν αὐτόν Luc.);
2) pass. быть целиком поглощенным, занятым (περί τινα Luc.).

Middle Liddell

ἄσχολος
to leave one no leisure, Luc.:—Pass. to be wholly occupied, Luc.