ἀποκλεισμός

Revision as of 14:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A exclusion, Arr.Epict.4.7.20, Artem.3.54; but, prison, Aq.Ps.141(142).8.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
prison.
Étymologie: ἀποκλείω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 exclusión ἀποκλεισμὸς ἐμοί οὐ γίνεται no se me puede cerrar el paso Arr.Epict.4.7.20.
2 encierro ἐξάγαγε ἐξ ἀποκλεισμοῦ τὴν ψυχήν μου Aq.Ps.141(142).8, cf. Artem.3.54.

Greek Monolingual

ο (ΑΝ)
νεοελλ.
1. ο περιορισμός κάποιου σε ορισμένο χώρο, η παρεμπόδιση της επικοινωνίας του με τους εκτός
2. η επιβαλλόμενη, με τη βοήθεια του πολεμικού στόλου, από κράτος σε άλλο κράτος και σε καιρό ειρήνης διακοπή συγκοινωνιών και κάθε επικοινωνίας με άλλες χώρες
3. η απαγόρευση συμμετοχής σε διαγωνισμό ή αγώνα
4. «εμπορικός αποκλεισμός» — η άρνηση των εμπόρων ή των καταναλωτών μιας χώρας να εισαγάγουν ή να καταναλώσουν προϊόντα από κάποια άλλη χώρα, το μποϋκοτάζ
5. «αποκλεισμός εργατών» — η διακοπή της λειτουργίας εργοστασίου ή υπηρεσίας που κηρύσσεται από τους εργοδότες για να εξουδετερωθεί η απεργία ή η τάση για απεργία των εργαζομένων, η ανταπεργία, το λοκ άουτ
6. «ναυτικός αποκλεισμός» — κατάσταση κατά την οποία ναυτική δύναμη αποκλείει τα λιμάνια μιας χώρας απαγορεύοντας την είσοδο ή την έξοδο κάθε πλοίου, το εμπάργκο
μσν.
πολιορκία
αρχ.
1. το να αποκλείσει κανείς κάποιον, να τον κλείσει έξω
2. το να κλείσει κανείς κάποιον μέσα, στη φυλακή.