ἀποτυφλόω
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
A make quite blind, τινά Arist.Mir.845a23; τὴν ὅρασιν D.S.3.37: metaph. of anger, Phld.Ir.p.68 W.:—Pass., to be blinded, Arist.HA602a2, 618b7; τῶν ὄψεων Porph.Abst.1.17: metaph., χρήμασι πολλοῖς ὑπό τινων J.AJ20.6.1. 2 metaph., cut out the bud of a tree, Plu.2.529b. 3 make a spring fail, ib.703b:—Pass., to be obstructed, ἀποτυφλωθῆναι τοὺς πόρους Arist.Pr.879b7; τὰς πηγάς Str. 1.3.16; τὸν μαστόν Antig.Mir.45; τὰ ἀγγεῖα Aët.16.26.
German (Pape)
[Seite 333] blenden, Plut. Arat. 10; D. Sic. 3, 37; übrtr. abstumpfen, τὸ φιλότιμον Plut. non posse 31. Bei Medic. verstopfen, von den Hämorrhoiden; ähnl. καὶ ἀποκρύπτειν πηγήν Plut. Symp. 7, 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτυφλόω: κάμνω τινὰ ἐντελῶς τυφλόν, τινα Ἀριστ. π. Θαυμ. 144· τὴν ὅρασιν Διόδ. 3. 37: - Παθ., ἀποτυφλώνομαι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 19, 5., 9. 30, 3. 2) μεταφ. ἀποκόπτω τὸν ὀφθαλμὸν δένδρου, Πλούτ. 529B. 3) κάμνω τὸ ὕδωρ πηγῆς νὰ μὴ ῥέη πλέον, νάματος ἐμφορηθέντας πηγὴν ἀποτυφλοῦν αὐτόθι 703B: -Παθ. ἀποφράττομαι, ἐμφράττομαι, ἀποτυφλωθῆναι τοὺς πόρους Ἀριστ. Προβλ. 4. 26, 2· τὰς πηγὰς Στράβ. 58.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 rendre aveugle;
2 couper ou arracher un bourgeon (litt. un œil) ou une jeune pousse.
Étymologie: ἀπό, τυφλόω.
Spanish (DGE)
1 c. ac. de pers. o la vista, ojos cegar τὴν ὅρασιν D.S.3.37, abs. προσφυσᾷ πρὸς τὰ πρόσωπα τῶν κυνῶν ... ὥστε ... ἀποτυφλοῦν Arist.Mir.845a23
•en v. pas. ὑπὸ ... τῶν ὀμβρίων ὑδάτων ἀποτυφλοῦνται (ἰχθύες) Arist.HA 602a2, cf. 618b7, LXX To.2.10S, Plu.Arat.10
•fig. de pasiones cegar, obcecar δῶρα ἀποτυφλοῖ ὀφθαλμοὺς σοφῶν LXX Si.20.29, ἀπετύφλωσεν γὰρ αὐτοὺς ἡ κακία LXX Sap.2.21, la ira, Phld.Ir.33.3, en v. pas. ἀποτυφλούμεθα ἐν τοῖς σφαλλομένοις Chrysipp.Stoic.3.129, Arr.Epict.2.20.37, I.AI 20.119 (cód.), Phld.Rh.2.29
•c. ac. o gen. cegar, privar de τι τοῦ ὑγιαίνοντος Plu.2.529b, τῶν ὀψέων Porph.Abst.1.17, fig. τοῦ πρακτικοῦ τὸ φιλότιμον Plu.2.1107c, en v. pas. ἀπὸ τῆς ἀγαθῆς διανοίας Herm.Mand.5.2.7.
2 de conductos cegar, obstruir en v. pas. πόροι Arist.Pr.879b7, πηγαί Str.1.3.16, cf. Antig.Mir.45, τὰ ἀγγεῖα Aët.16.26.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτυφλόω:
1) ослеплять, делать незрячим (τινα Arst.; τὴν ὅρασιν Diod.): ὄψεις μεθ᾽ ἡμέραν ἀποτυφλοῦνται Plut. (ночные животные) днем слепнут;
2) затыкать, закупоривать (τοὺς πόρους Arst.; πηγήν Plut.);
3) подрезывать (sc. βλάστημα Plut.);
4) притуплять, подавлять (τὸ φιλότιμον Plut.).