ἐξαπονέομαι

From LSJ
Revision as of 18:42, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαπονέομαι Medium diacritics: ἐξαπονέομαι Low diacritics: εξαπονέομαι Capitals: ΕΞΑΠΟΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: exaponéomai Transliteration B: exaponeomai Transliteration C: eksaponeomai Beta Code: e)capone/omai

English (LSJ)

   A return out of, Il.16.252,20.212 (or ἐξ ἀ.).

German (Pape)

[Seite 871] davon zurückkehren, Il. 16, 252. 20, 212, bei Wolf ἐξ ἀπον.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαπονέομαι: παθ., ἐπανέρχομαι ἔκ τινος, σόον δ’ ἀνένευσε μάχης ἐξαπονέεσθαι, σῶον δὲ ἐκ τῆς μάχης ὑποστρέψαι οὐ συνεχώρησεν, Ἰλ. Π. 252. Υ. 212· ἀλλὰ γράφεται καὶ διῃρημένως, μέχης ἐξ ἀπονέεσθαι.

French (Bailly abrégé)

prés. inf. épq. ἐξαπονέεσθαι;
revenir de.
Étymologie: ἐξ, ἀπονέομαι.

English (Autenrieth)

μάχης ἐξᾶπονέεσθαι, return out of the battle. (Il.) (ᾶ a necessity of the rhythm.)

Greek Monolingual

ἐξαπονέομαι (Α)
επικ. τ.
επιστρέφω, επανέρχομαι από κάπου («σόον δ' ἀνένευσε μάχης ἐξαπονέεσθαι» — δεν συγχώρησε να επιστρέψει σώος από τη μάχη, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απο-νέομαι «επιστρέφω»].

Greek Monotonic

ἐξαπονέομαι: Παθ., επανέρχομαι από, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαπονέομαι: возвращаться (μάχης Hom. - v. l. ἐξ ἀπονέομαι).

Middle Liddell

Pass. to return out of, Il.