ἐπεκχωρέω
From LSJ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
A advance next or after, A.Pers.401.
German (Pape)
[Seite 914] dazu ausrücken, ins Feld, Aesch. Pers. 393.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεκχωρέω: χωρῶ, βαίνω κατόπιν ἄλλου, μόνον ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 401, τὸ δεξιόν μὲν πρῶτον εὐτάκτως κέρας ἠγεῖτο κόσμῳ, δεύτερον δ’ ὁ πᾶς στόλος ἐπεξεχώρει.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. 3ᵉ sg. ἐπεξεχώρει;
s’avancer ensuite.
Étymologie: ἐπί, ἐκχωρέω.
Greek Monotonic
ἐπεκχωρέω: μέλ. -ήσω, προχωρώ κατόπιν ή μετά από κάποιον άλλο, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεκχωρέω: (3 л. sing. impf. ἐπεξεχώρει) (вслед за кем-л. или против кого-л.) выступать, двигаться (ὁ πᾶς στόλος ἐπεξεχώρει Aesch.).