ὄζαινα

From LSJ
Revision as of 08:00, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄζαινα Medium diacritics: ὄζαινα Low diacritics: όζαινα Capitals: ΟΖΑΙΝΑ
Transliteration A: ózaina Transliteration B: ozaina Transliteration C: ozaina Beta Code: o)/zaina

English (LSJ)

ἡ, (ὄζω)    A a fetid polypus in the nose, Gal.12.678, Poll.4.204, POxy.1088.28.    II a strong-smelling sea-polypus, also called ὀσμύλη and βολβίταινα, Call.Fr.38.

German (Pape)

[Seite 295] ἡ, ein übelriechendes Gewächs in der Nase, ein Na senpolyp, Medic. – Auch ein starkriechender Meerpolyp, Ath. VII, 329 a.

Greek (Liddell-Scott)

ὄζαινα: ἡ, (ὄζω) «ἕλκωσις ἐν τῷ βάθει τῶν μυκτήρων μέχρι τῶν καλουμένων ἠθμοειδῶν σαρκῶν, πυῶδες καὶ δυσῶδες ὑγρὸν ἀφιεῖσα, τὴν αἴσθησιν ἐμποδίζουσα» Πολυδ. Δ΄, 204. ΙΙ. θαλάσσιος πολύπους βαρεῖαν ἐκπέμπων ὀσμήν, καλούμενος ὡσαύτως ὀσμύλος, ὀσμύλη ἢ ὀσμυλία, κοινῶς «μοσχοκτάποδον», Καλλ. Ἀποσπ. 28. - Κατὰ Κοραῆν (Ξενοκρ. κ. Γαλην. σ. 194) «τῶν ὀσμηρῶν δὲ τούτων πολυπόδων ἦν καὶ ἡ βολίταινα καὶ ἡ ἑλεδώνη, ἃς οἱ μὲν τὰς αὐτὰς εἶναι βούλονται τοῖς ὀσμύλοις, οἱ δὲ τῷ βαρυτέρῳ τῆς ὀσμῆς διαφέρειν ἐκείνων» κτλ.