ἧττα

From LSJ
Revision as of 16:59, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἧττα Medium diacritics: ἧττα Low diacritics: ήττα Capitals: ΗΤΤΑ
Transliteration A: hē̂tta Transliteration B: hētta Transliteration C: itta Beta Code: h(=tta

English (LSJ)

ἡττάομαι, ἡττάω, ἥττων, Att. for ἡσσα (defeat, discomfiture).

Greek (Liddell-Scott)

ἧττα: ἡττάομαι, ἡττάω, ἥττων, ἴδε ἧσσ-.

French (Bailly abrégé)

att. c. ἧσσα.

Greek Monolingual

η (AM ἧττα, και παλαιότ. αττ. τ. ήσσα)
1. αποτυχία, καταστροφή στον πόλεμο, ατυχής έκβαση μάχης
2. ατυχής, αποτυχημένη έκβαση ενός αγώνα, μιας προσπάθειας ή μιας επιχείρησης («ήττα στις εκλογές»)
αρχ.
1. υποχώρηση σε κάτι, εξασθένηση της προσωπικότητας ή της βούλησης σε κάτι («ἥττας ἡδονῶν τε και επιθυμιῶν», Πλάτ.)
2. φρ. «ἧτταν προσίεμαι» — αφήνω να νικηθώ, δέχομαι να νικηθώ (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. ηττώμαι].

Greek Monotonic

ἧττα: ἡττάομαι, ἡττάω, ἥττων, Αττ. αντί ἧσσ-.