σταδαῖος

From LSJ
Revision as of 09:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰδαῖος Medium diacritics: σταδαῖος Low diacritics: σταδαίος Capitals: ΣΤΑΔΑΙΟΣ
Transliteration A: stadaîos Transliteration B: stadaios Transliteration C: stadaios Beta Code: stadai=os

English (LSJ)

α, ον, (στάδην) A standing erect or upright, Ζεὺς σ., in act to hurl his bolt, A.Th.513; ἔγχη σ. pikes for close fight, opp. missiles (cf. στάδιος 1.1), Id.Pers.240; σ. σῶμα firm, steady, of the cube, Ti. Locr.98c; βάθος βραδὺκαὶ σ., of water, Aristid.Quint.2.9; σταδαία πάλη, μάχη, prob.l. in Philostr.VS1.22.4, J.BJ6.2.6, for σταδιαία; μάχη σ. v.l. in Th.4.38, for σταδία.

German (Pape)

[Seite 926] gerade od. aufrecht stehend; Ζεύς, als Wappen auf dem Schilde, Aesch. Spt. 495; σῶμα, Tim. Locr. 98 c; ἔγχη σταδαῖα, Waffen, mit denen man in offener Feldschlacht, ἐν σταδίᾳ μάχῃ, kämpft, Aesch. Pers. 236; μέλος, sanftes, ruhig gehendes Lied, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰδαῖος: -α, -ον, (στάδην) ὁ ἱστάμενος ὄρθιος, Ζεὺς στ., ἕτοιμος νὰ ἐξακοντίσῃ τὸν κεραυνόν του, Αἰσχύλ. Θήβ. 513˙ στ. ἔγχη, δόρατα πρὸς τὴν ἐκ τοῦ συστάδην μάχην, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ μακρόθεν βαλλόμενα (πρβλ. στάδιος Ι), ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 240˙ στ. σῶμα, σταθερόν, εὐσταθές, ἐπὶ τοῦ κύβου, Τίμ. Λοκρ. 98C, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui convient à l’attitude droite : σταδαῖα ἔγχη ESCHL armes pour combattre de pied ferme ; Ζεὺς σταδαῖος ESCHL Zeus qui préside aux combats de pied ferme.
Étymologie: στάδην.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
1. αυτός που στέκεται όρθιος («...Ζεὺς πατὴρ ἐπ' ἀσπίδος σταδαῑος ἧσται», Αισχύλ.)
2. φρ. α) «ἔγχη σταδαῑα» — δόρατα με τα οποία γινόταν η μάχη εκ του συστάδην σε ανοιχτό πεδίο
β) (για τον κύβο) «σταδαῑον σῶμα» — σώμα σταθερό, που στηρίζεται στερεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθημα έχει σχηματιστεί από το επίρρ. στάδην + κατάλ. -αῖος (πρβλ. και το επίθ. στάδιος)].

Greek Monotonic

στᾰδαῖος: -α, -ον (στάδην), αυτός που στέκει όρθιος ή ευθύς, ολόρθος, στητός, σε Αισχύλ.· σταδαῖα ἔγχη, δόρατα για μάχη εκ του συστάδην, σώμα με σώμα, σε αντίθ. προς αυτά που εξακοντίζονται (πρβλ. στάδιος I), στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταδαῖος -α -ον [ἵσταμαι] staand:; μάχη σταδαία staand gevecht, d.w.z. gevecht van man tegen man (in het gelid) Thuc. 4.38.5; vandaar geschikt voor gevechten van man tegen man:. ἔγχη speren Aeschl. Pers. 240. rechtop:. Aeschl. Sept. 513.

Russian (Dvoretsky)

στᾰδαῖος:
1) прямо держащийся, выпрямленный: σταδαῖος ἧσται Aesch. он сидит прямо; ἔγχη σταδαῖα Aesch. отвесно стоящие копья;
2) стойкий, устойчивый (σῶμα, sc. ὁ κύβος Plat.).

Middle Liddell

στᾰδαῖος, η, ον στάδην
standing erect or upright, Aesch.; στ. ἔγχη pikes for close fight, opp. to missiles (cf. στάδιος 1), Aesch.