ὀρτάλιχος

From LSJ
Revision as of 12:50, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρτᾰλῐχος Medium diacritics: ὀρτάλιχος Low diacritics: ορτάλιχος Capitals: ΟΡΤΑΛΙΧΟΣ
Transliteration A: ortálichos Transliteration B: ortalichos Transliteration C: ortalichos Beta Code: o)rta/lixos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of ὀρταλίς, A chick, Theoc.13.12 ; Boeot. for ἀλεκτρυών, acc. to Stratt.47.4, cf. Ar.Ach.871 et Sch. 2 generally, young bird, A.Ag.54 (anap.); ὄρνιθες δροσερῶν μητέρες ὀρταλίχων AP5.291 (Agath.); ὀ. χελιδόσι Opp.H.5.579 ; young animal, S.Fr.793 (anap.).

German (Pape)

[Seite 387] ὁ, = ὀρταλίς; Aesch. Ag. 54; Ar. Av. 836, die Küchlein, wo der Schol. bemerkt, daß böotisch so die Hähne hießen; vgl. Strattis bei Ath. XIV, 622 a; Theocr. 13, 12; Nic. Al. 165 u. a. sp. D., wie Archi. 26 (IX, 346).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρτάλῐχος: [ᾰ], ὁ, = ὀρταλίς, ὀρνίθιον, Θεόκρ. 13. 12· - Βοιωτικ. ἀντὶ ἀλεκτρυών, κατὰ τὸν Στράττιν ἐν «Φοινίσσαις» 3, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 871, καὶ αὐτόθι Σχόλ. 2) καθόλου νεοσσός, νέον πτηνόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 54· ὀρτ. χελιδόσι Ὀππ. Ἁλ. 5. 579· νέον, μικρὸν τὴν ἡλικίαν ζῷον, Σοφ. Ἀποσπ. 962.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
jeune oiseau, poussin.
Étymologie: DELG pê ὄρνυμαι « qui tente de se soulever, de voler ».

Greek Monolingual

ὀρτάλιχος, ὁ (ΑΜ)
1. υποκορ. του ορταλίς.
2. νεοσσός
3. νεογνό ζώου
4. (βοιωτ. τ.) αλεκτρυών, πετεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρταλίς + εκφραστικό επίθημα -ιχος (πρβλ. κόψιχος)].

Greek Monotonic

ὀρτάλῐχος: [ᾰ], ὁ, κλωσσόπουλο, κοτοπουλάκι, σε Αριστοφ., Θεόκρ.· γενικά, νεοσσός, νεαρό πουλί, σε Αισχύλ. (Βοιωτ. λέξη).

Russian (Dvoretsky)

ὀρτάλῐχος: (ᾰ) ὁ
1) цыпленок Theocr.;
2) птенец Aesch.;
3) детеныш Soph.

Middle Liddell

ὀρτά˘λῐχος, ὁ,
a chick, chicken, Ar., Theocr.:— generally, a young bird, Aesch. Boeot. word.