θάσσω

From LSJ
Revision as of 09:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάσσω Medium diacritics: θάσσω Low diacritics: θάσσω Capitals: ΘΑΣΣΩ
Transliteration A: thássō Transliteration B: thassō Transliteration C: thasso Beta Code: qa/ssw

English (LSJ)

Ep. θᾰάσσω (q.v.), A sit, sit idle, στρατὸς δὲ θάσσει E.Supp. 391; ἥσυχος θ. Id.Ba.622 (troch.); ἀμφὶ βωμόν Id.Rh.509; ἐπ' ἀκταῖς Id.Hec.36; τρίποδι ἐν χρυσέῳ Id.IT1253 (lyr.); πρὸς βάθροις Id.HF 715: c. acc. sedis, θάσσειν θρόνον S.OT161 (lyr.); θ. τρίποδα E.Ion91 (anap.); θ. δάπεδον Id.Andr.117 (lyr.): c. acc. cogn., θ. δυστήνους ἕδρας to sit in wretched posture, Id.HF1214, cf. Ar.Th.889. (θᾱσσω contr. fr. θαάσσω (θᾰϝᾰκyω, cf. θάβακος): v. θᾶκος, θοάζω.)

German (Pape)

[Seite 1188] sitzen, ruhen, vgl. oben das ep. θαάσσω; στρατὸς θάσσει Eur. Suppl. 408; ἐν τρίποδι I. T. 1253; – c. acc., ἃ κυκλόεντ' ἀγορᾶς θρόνον εὐκλέα θάσσει, sitzt auf dem ruhmvollen Throne, Soph. O. R. 161; τρίποδα Eur. Ion 91; ἄκραν Or. 861; ἕδρας Ar. Th. 889.

Greek (Liddell-Scott)

θάσσω: Ἀττ. θαάσσω (ὃ ἴδε), κάθημαι, μένω ἄπρακτος, ἀργός, στρατὸς δὲ θάσσει Εὐρ. Ἱκέτ. 391· ἥσυχος θ. ὁ αὐτ. Βάκχ. 622· ἀμφὶ βωμὸν ὁ αὐτ. Ρήσ. 509· ἐπ’ ἀκταῖς ὁ αὐτ. Ἑκ. 36, Ι. T. 1253· πρὸς βάθροις ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 715· - μετ’ αἰτ., θάσσειν θρόνον Σοφ. Ο. T. 161· θ. τρίποδα Εὐρ Ἴωνι 91· θ. δάπεδον ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 117· - θ. δυστήνους ἕδρας, κάθημαι ἐν σήματι δυστυχοῦς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1214, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 889· ἴδε θοάζω ΙΙ, θακέω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
être assis : θρόνον SOPH sur un trône ; demeurer immobile.
Étymologie: θᾶκος.

Greek Monolingual

θάσσω, επικ. τ. θαάσσω (Α)
κάθομαι, ησυχάζω, μένω αργός, κάθομαι αδρανής (α. «στρατὸς δὲ θάσσει», Ευρ.
β. «θάσσω δυστήνους ἕδρας» — κάθομαι σαν δύστυχος, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαFακ-ψω < θάFακ-ος, απ' όπου και το θάκος].

Greek Monotonic

θάσσω: Επικ. θᾰάσσω,
1. κάθομαι, μένω άπρακτος, αδρανής· με αιτ. που δηλώνει στάση, θάσσειν, θρόνον, σε Σοφ., κ.λπ.· με σύστ. αιτ.·
2. δυστήνους ἕδρας, κάθομαι σε στάση δυστυχίας, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θάσσω: эп. θαάσσω (только praes. и impf.) сидеть, восседать (θρόνον Soph.; τρίποδα и τρίποδι ἐν χρυσέῳ, δάπεδον, ἄκραν, ἀμφὶ βωμόν, πρὸς βάθροις, ἐπ᾽ ἀκταῖς Eur.; τὰς τυμβήρεις ἕδρας Arph.): θ. δυστήνους ἕδρας Eur. сидеть в немом отчаянии; στρατὸς θάσσει Eur. войско расположилось, т. е. прибыло.

Frisk Etymological English

θαάσσω Meaning: sit
See also: s. θᾶκος.

Middle Liddell

= θάασσω]
to sit, sit idle;— c. acc. sedis, θάσσειν θρόνον Soph., etc.; c. acc. cogn., θ. δυστήνους ἕδρας to sit in wretched posture, Eur.

Frisk Etymology German

θάσσω: θαάσσω
{thássō}
Meaning: sitzen
See also: s. θᾶκος.
Page 1,655