κρυμός
τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles
English (LSJ)
ὁ, (κρύος) A icy cold, frost, Hdt.4.8, 28, etc.; ἀνὰ κρυμόν in frost, Nic.Th.681: in pl., κατὰ τοὺς κρυμούς Str.11.2.8, cf. D.H.1.37, Onos. 10.5, Polyaen.3.9.34, Ael.NA2.1. II chill, cold fit, S.Fr. 507, Hp.Morb.4.53, Call.Aet.3.1.19 (nisi leg. καυμός), Ruf. ap. Orib. 45.30.21; κ. χολῆς E.Fr.682, cf. Dsc.3.53 (pl.). (κρυμνὸς ἢ κρυμός, Hsch.)
German (Pape)
[Seite 1515] ὁ, Eiskälte, Frost; Soph. frg. 448; καταλαβεῖν αὐτὸν χειμῶνα καὶ κρυμόν Her. 4, 8; ἀφόρητος ib. 28; Sp., νιφόεις Antiphil. 8 (VI, 252); auch im plur., κατὰ τοὺς κρυμούς Strab. XI, 494; Diosc. – Fieberfrost, Medic. – S. auch κρυμνός.
Greek (Liddell-Scott)
κρῡμός: ὁ, (κρύος) παγετῶδες ψῦχος, πάγος, παγετός, Ἡρόδ. 4. 8, 28, Σοφ. Ἀποσπ. 448, Εὐρ., κτλ.· ἀνὰ κρυμόν, εἰς πάγον, Νικ. Θηρ. 681, Αἰλ.· ἐν τῷ πληθ., κατὰ τοὺς κρυμοὺς Στράβ. 494, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 37· ― παρὰ Πολυαίνῳ 3. 9, 24, κρυμνός. ΙΙ. ψῦχος, Διοσκ. 3. 60
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
le froid ; la saison du froid.
Étymologie: cf. κρύος.
Greek Monolingual
κρυμός, ὁ (Α)
1. υπερβολικό κρύο, παγωνιά, παγετός («καταλαβεῑν γὰρ αὐτὸν χειμῶνά τε καὶ κρυμόν», Ηρόδ.)
2. ρίγος, τρεμούλα, σύγκρυο («κρυμὸν φέρων γνάθοισιν ἐξ ἀμφημέρου», Σοφ.)
3. φρ. «κρυμὸς χολῶς» — ταραχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. της λ. βλ. κρύος (II).
ΠΑΡ. αρχ. κρυμαίνω, κρυμαλέος, κρυμώ
αρχ.-μσν.
κρυμώδης
μσν.
κρυμώσσω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κρυμοπαγής, κρυμοχαρής.
Greek Monotonic
κρῡμός: ὁ (κρύος), παγωμένος, παγερός, κρύος, σε Ηρόδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κρῡμός: ὁ холод, мороз, стужа (ἀφόρητος Her.; νιφόεις Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρυμός -οῦ, ὁ [~ κρύος] koude, vorst.
Middle Liddell
κρῡμός, οῦ, κρύος
icy cold, frost, Hdt., Eur.