Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐστάλεια

From LSJ
Revision as of 09:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐστάλεια Medium diacritics: εὐστάλεια Low diacritics: ευστάλεια Capitals: ΕΥΣΤΑΛΕΙΑ
Transliteration A: eustáleia Transliteration B: eustaleia Transliteration C: efstaleia Beta Code: eu)sta/leia

English (LSJ)

[ᾰ], Ion. -ιη, ἡ, A simple arrangement, Hp.Art.82. 2 orderliness, ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων Phld.Oec.p.65J. 3 of troops, light equipment, Plu.Sert.12.

Greek (Liddell-Scott)

εὐστάλεια: ἡ, ἁπλῆ διευθέτησις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839∙ ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ εὐσταλίη: ἐπὶ στρατευμάτων, ἐλαφρότης στολῆς, ἐνδυμασίας, Πλουτ. Σερτώρ. 12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
agilité, légèreté.
Étymologie: εὐσταλής.

Greek Monolingual

εὐστάλεια και ιων. τ. εὐσταλίη, ἡ (Α)
ευσταλής
1. καλή διάταξη, τοποθέτηση
2. συμμετρία, αναλογίαεὐστάλεια ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων», Φιλόδ.)
3. (για στρατεύματα) η ελαφρότητα του οπλισμού («εὐσταλείᾳ καὶ κουφότητι τῆς Ἰβηρικής στρατιᾱς», Πλούτ.).

Greek Monotonic

εὐστάλεια: ἡ, ψιλός, ελαφρός οπλισμός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

εὐστάλεια, ἡ,
light equipment, Plut. [from εὐστᾰλής]