γαμικός

From LSJ
Revision as of 15:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις → you speak things older than the leather scroll

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰμικός Medium diacritics: γαμικός Low diacritics: γαμικός Capitals: ΓΑΜΙΚΟΣ
Transliteration A: gamikós Transliteration B: gamikos Transliteration C: gamikos Beta Code: gamiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for marriage, νόμοι Pl.Lg.721a; γ. ὁμιλία connubial intercourse, Arist.Pol.1334b32; γ. ὑμέναιος Pherecr. 12 D.; γ. ὕμνος a bridal song, Hippoloch. ap. Ath.4.130a, Porph.Marc.2; συγγραφή POxy.1473.25 (iii A. D.); τὰ γ. bridal, wedding, Th.2.15; questions of marriage-rights, Id.6.6, cf. Arist.Pol. 1304a14. Adv. -κῶς ἑστιᾶν feast as at a wedding, Id.EN1123a22. 2 γαμικόν, τό, marriage-contract, POxy.903.17 (iv A. D.). II of persons, of marriageable age, Epigr.Gr.288.7 (Cyprus): pr. n. in IG14.496.

German (Pape)

[Seite 473] 1) hochzeitlich, ὕμνος, συμπόσιον, Ath. IV, 130 a V, 188 b. – 2) die Ehe betreffend, νόμοι Plat. Legg. IV, 721 a; τὰ γαμικά, Hochzeit, Ehe, Thuc. 2, 15. 6, 6; Arist. Pol. 5, 4; γαμικῶς ἑστιᾶν, hochzeitlich bewirthen, Eth. 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

γαμικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς γάμον, νόμοι Πλάτ. Νόμ. 712Α · γ. ὁμιλία, ἡ σαρκικὴ μῖξις, Ἀριστ. Πολ. 7. 16, 1 · γ. ὕμνος, γαμήλιον ᾆσμα, Ἱππόλοχ. παρ ᾽ Ἀθην. 130Α · τά γαμ., ὁ γάμος, Λατ. nuptiae, Θουκ. 2. 15., 6. 6. ― Ἐπίρρ., γαμικῶς ἑστιᾶν, ὡς εἰς γάμον, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 20. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐν ἡλικίᾳ γάμου ὤν, Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2647, πρβλ. 5719. 2) ὁ ὑποκείμενος εἰς τὴν γυναῖκά του, Χρησμ. Σιβ. 7. 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le mariage ; τὰ γαμικά THC mariage, noces.
Étymologie: γάμος.

Spanish (DGE)

(γᾰμῐκός) -ή, -όν
I de cosas y abstr.
1 relativo a la boda, nupcial ὑμέναιον Pherecr.205, μέλη Phryn.PS 58, ὕμνον Ath.130a, Porph.Marc.2, χλανίς Ar.Au.1693, στολή Chares 4, δεῖπνα Plu.2.666d, συμπόσιον Ath.188b, κλίνη ... γ. cama nupcial Poll.3.143, χρῖσμα Philostr.VA 3.1, διασκευή Gr.Nyss.Hom.in Cant.180.10, γαμικὰ ... ἀναλώματα gastos de boda, PLond.1708.99 (VI d.C.), ἕδνα PFlor.294.14 (VI d.C.)
subst. τὰ γαμικά la boda, las ceremonias nupciales καὶ νῦν ἔτι ... πρό τε γαμικῶν ... νόμιζεται τῷ ὕδατι χρῆσθαι Th.2.15, πολλὰ τῶν γαμικῶν ... δρᾶται διὰ γυναικῶν Plu.2.667b, τὰ γαμικὰ πάνθ' ἡμῖν καταδείξασα D.C.56.5.5, cf. Philostr.Gym.27.
2 relativo al matrimonio, matrimonial γαμικοὶ δὲ νόμοι leyes que regulan el matrimonio Pl.Lg.721a, τὴν γαμικὴν ὁμιλίαν relación sexual matrimonial Arist.Pol.1334b32, κλῆρος Vett.Val.113.6, συμβιώσεις Vett.Val.387.13, πολλὰ εἰποῦσα ἐλεεινὰ καὶ γαμικά diciendo (Políxena a Aquiles) muchas palabras tristes y propias de una esposa Philostr.Her.65.8, ὁ ἓξ ... γ. τυγχάνων resultando ser el seis el número conyugal (cf. γάμος III) Aristid.Quint.124.19, τ υπογράφος γ. certificado de matrimonio, IEphesos 14.32 (I a.C.), γραφαὶ γαμικαί contrato matrimonial, PStras.inv.87re.3.1 (II d.C.) en AfP 4.1908.133, συμβόλαιον D.C.79.6.3, Hsch.s.u. συνάλλαγμα, cf. Mitteis Chr.372.6.21 (II d.C.), συγγραφή CPR 1.188.25, POxy.237.8 (ambas II d.C.), PMasp.6ue.118 (VI d.C.) en BL 1.101, ἕδνα PFlor.294.14 (VI d.C.)
neutr. subst. γ. compromiso formal de matrimonio op. ἄγραφος γάμος: γ. γέγονεν POxy.903.17 (IV d.C.)
γαμικά asuntos matrimoniales Th.6.6, Arist.Pol.1304a14.
II de pers. en edad de casarse, núbil Εὐλάλιος, γ. μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις GVI 1325.7 (Chipre II/III d.C.), cf. IG 14.496 (Catania).
III adv. -ῶς
1 como en una boda ἐρανιστὰς γ. ἑστιῶν Arist.EN 1123a22.
2 como esposos, maritalmente συμβιωτεύειν ... γ. Cyr.Al.M.76.820B.

Greek Monolingual

ή, -ό (AM γαμικός, -ή, -όν) γάμος
ο σχετικός με τον γάμο
νεοελλ.
φρ. «γαμικό σύμφωνο» — συμβολαιογραφικό έγγραφο με το οποίο οι σύζυγοι ρυθμίζουν πριν τον γάμο τις περιουσιακές τους σχέσεις
αρχ.
1. φρ. α) «γαμικοί νόμοι» — νόμοι που ρυθμίζουν τα θέματα του γάμου
β) «γαμική ὁμιλία» — η συνουσία
γ) «γαμικός ὕμνος» — τραγούδι του γάμου
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γαμικά
ο γάμος
3. το αρσ. ως ουσ. ο γαμικός
αυτός που βρίσκεται σε ηλικία γάμου.

Greek Monotonic

γαμικός: -ή, -όν (γάμος), αυτός που ανήκει ή προορίζεται για γάμο, σε Πλάτ.· τὰ γαμικά, η τελετή του γάμου, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

γᾰμικός:
1) брачный, свадебный (ὁμιλία Arst.; δεῖπνα Plut.);
2) касающийся брака (νόμοι Plat.).

Middle Liddell

γάμος
of or for marriage, Plat.; τὰ γαμ. a bridal, wedding, Thuc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαμικός -ή -όν γάμος
1. met betrekking tot het huwelijk, huwelijks-; subst. τὰ γαμικά huwelijksvoltrekking, bruiloft ; Thuc. 2.15.5; huwelijkskwesties. Thuc. 6.6.2.
2. adv. γαμικῶς zoals bij een huwelijk. Aristot. EN. 1123a 22 (een banket houden).

English (Woodhouse)

of marriage

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)