βδελυγμία

From LSJ
Revision as of 20:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βδελυγμία Medium diacritics: βδελυγμία Low diacritics: βδελυγμία Capitals: ΒΔΕΛΥΓΜΙΑ
Transliteration A: bdelygmía Transliteration B: bdelygmia Transliteration C: vdelygmia Beta Code: bdelugmi/a

English (LSJ)

ἡ, A nausea, sickness, Cratin.251, X. Mem.3.11.13. 2 filth, nastiness, Hp.Fist.1.

German (Pape)

[Seite 440] ἡ, = folgdm, Xen. Mem. 3, 11, 13; Hippocr. u. Sp. Nach B. A. 30 eigtl. ναυτία κινοῦσα ἐμετόν, vgl. Cratin. bei Poll. 10, 76.

Greek (Liddell-Scott)

βδελυγμία: ἡ, ἀηδία, σικχασία, «ναυτία κινοῦσα ἔμετον», Κρατῖν. Ὡρ. 6, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 13, Β. Ἀν. 3 2) ἀκαθαρσία, ἀηδὲς πρᾶγμα. Ἱππ. 883D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mal de mer, nausée.
Étymologie: βδελύσσομαι.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Fist.1
1 asco, náusea μῶν β. σ' ἔχει; Cratin.271, κεκορεσμένοις δὲ καὶ βδελυγμίαν παρέχει X.Mem.3.11.13, cf. Hsch.
fig. fastidio, tedio τὴν ἐκ τῶν ὁμοίων βδελυγμίαν ἀποδιδράσκων Ael.NA epíl.
2 medic. podredumbre que supura de las fístulas, Hp.l.c.

Greek Monolingual

η (AM βδελυγμία) βδελύσσομαι
αηδία, αποστροφή
αρχ.
σίχαμα, ακαθαρσία.

Greek Monotonic

βδελυγμία: ἡ (βδελύσσομαι), ναυτία, τάση προς έμετο, αποστροφή, αηδία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

βδελυγμία: ἡ тошнота, тж. отвращение Xen.

Middle Liddell

βδελύσσομαι
nausea, disgust, Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βδελυγμία -ας, ἡ, Ion. βδελυγμίη βδελύσσω
1. walging, weerzin. Xen. Mem. 3.11.13.
2. vuiligheid. Hp.