ἀνάδυσις
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
εως, ἡ, A drawing back, retreat, Pl.Euthd.302e, Jul.Or. 5.175b: c. gen., shirking, τῆς στρατείας Plu.Cim.18. 2 emergence from underground, J.BJ7.2.2; of land from water, LXX Wi. 19.7; of bird from lake, Sch.Od.5.337.
German (Pape)
[Seite 187] ἡ, 1) das Hervorkommen, Hervortauchen. – 2) das Zurücktreten, Vermeiden, Theophr.; Ausflucht, Zurücknehmen seines Wortes, Plat. Euthyd. 302 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάδῠσις: -εως, ἡ, ὑποχώρησις, διαφυγή, Πλάτ. Εὐθύδ. 302Ε: τὸ ἀποκλίνειν, ἀποφεύγειν, ἰδίως τὸ νὰ ὑπηρετήσῃ τις ὡς στρατιώτης, Πλουτ. Κίμ. 18.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de se soustraire à, d’esquiver.
Étymologie: ἀναδύομαι.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I acción de emergerdel mar, LXX Sap.19.7, Sch.Od.5.337
•ref. al bautismo, Cyr.H.Catech.20.4
•acción de surgir de la tierra, I.BI 7.27
•fig. brote ref. a la aparición de las herejías, Epiph.Const.Haer.31.1.
II 1retroceso ἐπὶ τὰς πρεσβυτέρας καὶ ἀρχηγικωτέρας αἰτίας Iul.Or.8.175b.
2 escapatoria ὡμολόγηκα, ἔφην· οὐκ ἔστιν γάρ μοι ἀνάδυσις Pl.Euthd.302e
•c. gen. obj. ἀ. τῆς στρατείας Plu.Cim.18.
Greek Monotonic
ἀνάδῠσις: -εως, ἡ, οπισθοχώρηση, υποχώρηση, διαφυγή, σε Πλάτ.· διαφυγή από την εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάδῠσις: εως ἡ отступление, отказ, увертка: οὔκ ἐστιν ἀ. Plat., Plut. отказываться невозможно.
Middle Liddell
ἀναδύομαι
a drawing back, retreat, Plat.: a holding back from service, Plut.