κακόσιτος

From LSJ
Revision as of 10:27, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόσῑτος Medium diacritics: κακόσιτος Low diacritics: κακόσιτος Capitals: ΚΑΚΟΣΙΤΟΣ
Transliteration A: kakósitos Transliteration B: kakositos Transliteration C: kakositos Beta Code: kako/sitos

English (LSJ)

ον, A eating badly, i. e. having a poor appetite, fastidious, Hp.Steril.215, Eub.17; ὁ περὶ τὰ σιτία δυσχερής Pl. R.475c, Ael.NA3.45, cf. Arr.Cyn.8.2. 2 metaph., fastidious, πρὸς Κύπριν οὐ κ. (of Priapus), Ἀρχ.Δελτ. 2 App.47 (Thyrrheum).

German (Pape)

[Seite 1303] Mangel an Eßlust habend, Eubul. bei Ath. VI, 248 c; Ggstz von φιλόσιτος, Plat. Rep. V, 475 c; ekel, Ael. H. A. 3, 45.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans appétit ; dégoûté.
Étymologie: κακός, σῖτος.

Greek Monolingual

-η, -ο
κακόσιτος, -ον)
αυτός που υποσιτίζεται, που δεν τρέφεται καλά, κακοθρεμμένος, ισχνός
αρχ.
1. δύσκολος στο φαγητό, αυτός που δεν έχει όρεξη για τροφή, ανόρεχτος
2. μτφ. αυτός που δύσκολα ευχαριστιέται με κάτι, δύσκολος, απαιτητικός («πρὸς τὴν Κύπριν οὐ κακόσιτος», επίγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -σιτος (< σίτος), πρβλ. μετριό-σιτος, φιλό-σιτος].

Greek Monotonic

κᾰκόσῑτος: -ον, δύσκολος ως προς την τροφή, δηλ. αυτός που δεν έχει όρεξη, δυσκολοϊκανοποίητος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόσῑτος: не имеющий аппетита, чувствующий отвращение к пище Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόσιτος -ον [κακός, σῖτος] met slechte eetlust.

Middle Liddell

κᾰκό-σῑτος, ον
eating badly, i. e. having no appetite, fastidious, Plat.