μέλλαξ

From LSJ
Revision as of 14:23, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλλαξ Medium diacritics: μέλλαξ Low diacritics: μέλλαξ Capitals: ΜΕΛΛΑΞ
Transliteration A: méllax Transliteration B: mellax Transliteration C: mellaks Beta Code: me/llac

English (LSJ)

ακος, ὁ, A = μεῖραξ, youth, lad, PMag.Par.1.343; page, CIG 4682 (Alexandria): pl. written μέλακες in Hsch.; cf. μῖλαξ. (Prob. from μέλλω, like μελλείρην, μελλέφηβος.)

German (Pape)

[Seite 125] ακος, ὁ, od. bei Hesych. μέλαξ, Jüngling.

Greek (Liddell-Scott)

μέλλαξ: -ακος, ὁ, νεανίας, διαλεκτικὸς τύπος τοῦ μεῖραξ, Ἐπιγραφ. Ἀλεξ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4682 (ἔνθα πιθ. σημαίνει θεράποντα, ἴδε Franz. ἐν τόπῳ), πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. μέλακες. Ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως μνημονεύει τύπον μῖλαξ ἐκ τοῦ Ἑρμίππου, καὶ ἑρμηνεύει: «τὸν δημοτικόν». (Πιθανῶς ἐκ τοῦ μέλλω, ὡς τὰ μελλείρην, μελλέφηβος).

Greek Monolingual

μέλλαξ, -ακος, ὁ (Α)
νεανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + επίθημα -αξ. Η λ. θεωρείται υποκοριστικός τ. πιθ. του τ. μελλείρην «έφηβος» (πρβλ. μόθαξ, υποκοριστικό του μόθων «παιδί ειλώτων»)].

Frisk Etymological English

-ακος
Grammatical information: m.
Meaning: young boy (inscr. Alexandria, PMag. Par.), μέλακες νεώτεροι H.
Other forms: On μίλαξ s. below.
Derivatives: Dimin. μελλάκιον (Alexandria).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Hypocoristic short form (after μεῖραξ a. o.) of μελλ-έφηβος (hell. inscr.), μελλ-είρην (Sparta) or so; cf. still μελλόνυμφος (S.) a. o. So LSJ. As however the word is no doubt identical with 2. μῖλαξ (s.v.), it is rather a Pre-greek word. The association with μελλ- is therefore improbable. -- Chantraine Form. 379f.

Frisk Etymology German

μέλλαξ: -ακος
{méllaks}
Grammar: m.
Meaning: junger Knabe (Inschr. Alexandria, PMag. Par.), μέλακες· νεώτεροι H.
Derivative: Demin. μελλάκιον (Alexandria).
Etymology : Hypokoristische Kurzform (nach μεῖραξ u. a.) von μελλέφηβος (hell. Inschr.), μελλείρην (Sparta) od.dgl.; vgl. noch μελλόνυμφος (S. usw.) u. a. — Chantraine Form. 379f.
Page 2,202