λαοπόρος
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
English (LSJ)
ον,
A serving as a passage for the people, man-conveying, λ. μαχαναί a bridge, A.Pers.113 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
λᾱοπόρος: -ον, χρησιμεύων πρὸς διάβασιν τοῦ λαοῦ, λαοπόροις μηχαναῖς, δηλ. γεφύραις, Αἰσχύλ. Πέρσ. 113.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui procure le passage au peuple ou à l’armée.
Étymologie: λαός, πόρος.
Greek Monolingual
λαοπόρος, -ον (Α)
(για γέφυρα) αυτή που χρησιμεύει για να διαβαίνει ο λαός («λαοπόροις τε μηχαναῑς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. λαο- + -πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. θαλασσο-πόρος, οδοι-πόρος.
Greek Monotonic
λᾱοπόρος: -ον, αυτός που χρησιμεύει για διάβαση του λαού, κατασκευή που διευκολύνει τη διάβαση των ανθρώπων, λαοπόροι μηχαναί, δηλ. γέφυρες, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
λᾱοπόρος: атт. λεωπόρος 2 дающий людям возможность переправы, служащий мостом (μηχαναί Aesch.).
Middle Liddell
λᾱο-πόρος, ον
serving as a passage for the people, man-conveying, λ. μηχαναί, i. e. a bridge, Aesch.