μεταδρομή

From LSJ
Revision as of 15:11, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδρομή Medium diacritics: μεταδρομή Low diacritics: μεταδρομή Capitals: ΜΕΤΑΔΡΟΜΗ
Transliteration A: metadromḗ Transliteration B: metadromē Transliteration C: metadromi Beta Code: metadromh/

English (LSJ)

ἡ, A pursuit, chase, esp. of hounds, X.Cyn.3.7 (pl.); μ. Ἐρινύων E.IT941 (pl.). 2 running to and fro, of hunted hares, Plu.2.971d (pl.).

German (Pape)

[Seite 146] ἡ, das Nachlaufen, Verfolgen; μεταδρομαῖς Ἐρινύων ἠλαυνόμεσθα, Eur. I. T. 941; Xen. Cyn. öfter; auch = Angreifen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεταδρομή: ἡ, καταδίωξις, κυνήγημα, ἰδίως ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 3, 7, κτλ· μ. Ἐρινύων Εὐρ. Ι. Τ. 941.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
poursuite, chasse.
Étymologie: μεταδραμεῖν.

Greek Monolingual

μεταδρομή, ἡ (Α)
1. καταδίωξη, κυνηγητό («μεταδρομαῑς Ἐρινύων», Ευρ.)
2. αλλαγή πορείας
3. τρέξιμο πάνω κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δρομή (πρβλ. -δραμ-ον, αόρ. β' του τρέχω), πρβλ. δια-δρομή, επι-δρομή].

Greek Monotonic

μεταδρομή: ἡ, κυνήγι, καταδίωξη, σε Ευρ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μεταδρομή: ἡ преследование, погоня Xen.: μεταδρομαῖς Ἐρινύων ἠλαυνόμεσθα Eur. за мной неотступно гнались Эринии.

Middle Liddell

μετα-δρομή, ἡ,
a running after, pursuit, Eur., Xen.

English (Woodhouse)

pursuit

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)