Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἡδυλόγος

From LSJ
Revision as of 16:03, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδυλόγος Medium diacritics: ἡδυλόγος Low diacritics: ηδυλόγος Capitals: ΗΔΥΛΟΓΟΣ
Transliteration A: hēdylógos Transliteration B: hēdylogos Transliteration C: idylogos Beta Code: h(dulo/gos

English (LSJ)

Doric ἁδυλόγος, Aeolic ἀδυλόγος, ον, of persons, flattering, fawning, E. Hec. 132 (anap.); as Subst., jester, Ath. 4.165b.

German (Pape)

[Seite 1153] angenehm redend, schmeichelnd; Odysseus, Eur. Hec. 131; σοφία Cratin. in B. A. 335 Timon. S. Emp. adv. eth. 1; γλῶσσα, vom Nestor, Nicarch. 38 (VII, 159); Χάρις Mel. 99 (V, 137); – λύρα ἁδ. Pind. Ol. 6, 96.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυλόγος: Δωρ. ἁδυλ-, ον, ἡδυεπής, ἡδέως, ὁμιλῶν, σοφία Κρατῖν. Χειρ. 1· λύραι μολπαί τε Πίνδ. Ο. 6. 162· χάρις Ἀνθ. Π. 5. 137· γλῶσσα αὐτόθι 7. 159. 2) ἐπὶ προσώπων, κολακευτικὸς, θωπευτικός, Εὐρ. Ἑκ. 134· ὡς οὐσιαστ., ἀστεῖος, ἀστειολόγος, Ἀθήν. 165Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au doux langage, au langage caressant ou persuasif.
Étymologie: ἡδύς, λόγος.

Greek Monolingual

ἡδύλογος και ἡδυλόγος, δωρ. τ. ἁδύλογος, αιολ. τ. ἁδύλογος, -ον (Α)
1. (προπαροξύτονο) ηδύλογος, -ον
(για έννοιες και για πράγματα) αυτός που ηχεί γλυκά, που ακούγεται γλυκά, που έχει γλυκιά φωνή («ἡδύλογοι λύραι μολπαί τε», Πίνδ.)
2. (παροξύτονο) ἡδυλόγος, -ον
α) (για πρόσ.) αυτός που κολακεύει, ο κολακευτικόςἡδυλόγος δημοχαριστής Λαερτιάδης», Ευρ.)
β) ως ουσ.ἡδυλόγος
γελωτοποιός, αστειολόγος.
επίρρ...
ηδυλόγως
κατά τρόπο ηδύλογο, με γλυκιά φωνή, με γλυκά λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. αντί-λογος, παρά-λογος].

Greek Monotonic

ἡδυλόγος: Δωρ. ἁδυλ-, -ον,
1. αυτός που έχει ευχάριστη φωνή, που μιλά με γλυκά λόγια, σε Πίνδ., Ανθ.
2. λέγεται για πρόσωπα, κολακευτικός, θωπευτικός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἡδῠλόγος: дор. ἁδυλόγος 2 (ᾱ)
1) сладкоречивый, вкрадчивый (κόπις Λαερτιάδης Eur.; σοφία Timon ap. Sext.);
2) сладкозвучный, нежно певучий (πνοαὶ μολπαί τε Pind.; γλῶσσα Anth.).

Middle Liddell


1. sweet-speaking, sweet-voiced, Pind., Anth.
2. of persons, flattering, fawning, Eur.