κάτωθεν

From LSJ
Revision as of 17:35, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

νῦν δ' ἐχθρὰ πάντα, καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα (Euripides' Medea 16) → but now their love is all turned to hate, and endearment withers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάτωθεν Medium diacritics: κάτωθεν Low diacritics: κάτωθεν Capitals: ΚΑΤΩΘΕΝ
Transliteration A: kátōthen Transliteration B: katōthen Transliteration C: katothen Beta Code: ka/twqen

English (LSJ)

rarely κάτω-θε Eub. 16, Alex.128.3, Theoc.4.44: (κάτω):— Adv. A from below, up from below, ἐλθεῖν A.Pers.697 (troch.); ἀμπέμπων Id.Ch.382 (lyr.); ἐπανιέναι Pl.Ti.22e; ἐκ τῆς γῆς κάτωθεν ἀνίεται ὁ πλοῦτος Id.Cra.403a; ἡ κ. ἄνω πληγὴ ἀνατπωμένη Id.Sph.221b; also, from the low country, from the coast, Hdt.3.60. II below, beneath, τὰ κ. Pl.Cra.408d; τὰ κ. ἰσχυρότατ' εἶναι δεῖ D.2.10; ὁ κ. νόμος the law below, Id.23.28, cf. Did. ap. Harp. s.v. ὁ κ. νόμος; τίς οἶδεν εἰ κ. εὐαγῆ τάδε; S.Ant.521; οἱ κ. θεοί ib.1070, cf. E.Alc.424. 2 of Time, τοὺς εἰς τὸ κ. those belonging to the next generation, Pl.Ti.18d. 3 in Logic, = κάτω ΙΙ.g, Arist.AP0.96b37, Top.144a29. III as Prep. c. gen., below, κ. τοῦ ὀμφαλοῦ Hp.Aff.15; τῶν ἄκρων Thphr. Sign.24.

Greek (Liddell-Scott)

κάτωθεν: σπανίως -θε, Εὔβουλ. ἐν «Βελλ.» 1, Ἄλεξ. ἐν «Λεβ.» 1· (κάτω)·- Ἐπίρρ., ἐκ τῶν κάτω πρὸς τὰ ἄνω, ἐλθεῖν Αἰσχύλ. Πέρσ. 697· ἀναπέμπειν ὁ αὐτ. ἐν Χο. 382· ἐπανιέναι Πλάτ. Τίμ. 22Ε· ἐκ τῆς γῆς κάτωθεν ἀνίεται πλοῦτος ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 403Α·- ὡσαύτως, ἐκ τῆς παραλίας, Ἡρόδ. 2. 60. ΙΙ. ὑποκάτω, ὅτε ὁμαλώτερον θὰ ἦτο τὸ κάτω (πρβλ. ἄνωθεν, ἔσωθεν, κτλ.), τίς οἶδεν εἰ κ. εὐαγῆ τάδε; Σοφ. Ἀντ. 517· οἱ κ. θεοὶ αὐτόθι 1070, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 424· οὕτω παρὰ πεζογράφοις, τὰ κάτωθεν, = τὰ κάτω, Πλάτ. Κρατ. 408D, πρβλ. Σοφιστ. 221Β· τὰ κ. οἰκίας, τὰ κάτω μέρη, τὰ θεμέλια, Δημ. 2. 10· ὁ κ. νόμος, ὁ κατωτέρω νόμος, ὁ αὐτ. 629. 16 2) ἐπὶ χρόνου, τοὺς εἰς τὸ κ. ἐκγόνους Πλάτ. Τίμ. 18D. 3) ἐν τῇ Λογικῇ, = κάτω ΙΙ. η, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 4. 13, 9, Τοπ. 6. 6, 10. Πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 128.

French (Bailly abrégé)

parf. κάτωθε;
adv. et prép.
d’en bas, de dessous ; οἱ κάτωθεν θεοί SOPH les dieux des enfers ; τὰ κάτωθεν DÉM les fondements (d’une maison).
Étymologie: κάτω, -θεν.

Greek Monolingual

και κάτωθε και κάτουθε (ΑΜ κάτωθεν, Α και κάτωθε)
επίρρ.
1. από κάτω προς τα πάνωὄρυγμα κάτωθεν ἀρξάμενον», Ηρόδ.)
2. κάτω από, υποκάτω (α. «κάτωθεν της τραπέζης» β. «κάτωθεν τοῦ ὀφθαλμοῡ», Ιπποκρ.)
μσν.
1. παρακάτω
2. γεωγρ. δυτικά
3. φρ. «τὸ κάτωθεν» — προς δυσμάς
αρχ.
φρ. α) (λογ.) «τὰ κάτωθεν» — τα κατώτερα μέλη κατιούσας σειράς γενών και ειδών
β) «τοὺς εἰς το κάτωθεν» — αυτούς που ανήκουν στην επόμενη γενεά (Πλάτ.)
γ) «τὰ κάτωθεν οἰκίας» — τα κάτω μέρη του σπιτιού, τα θεμέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -θεν, επιρρμ. κατάλ. δηλωτική της από τόπου κινήσεως].

Greek Monotonic

κάτωθεν: (κάτω), επίρρ.,
I. από χαμηλά, από κάτω προς τα πάνω, σε Αισχύλ., Πλάτ.· επίσης, από τα χαμηλά επίπεδα της χώρας, από την ακτή, σε Ηρόδ.
II. χαμηλά, από κάτω, κάτωθι, σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κάτωθεν: adv.
1) снизу (ἐλθεῖν Aesch.; ἐπανιέναι Plat.): ἐκ τῆς γῆς κ. Plat. из недр земли;
2) (там) внизу: οἱ κ. θεοί Soph. боги подземного царства; ἄνωθεν ἢ κ.; οὐ γὰρ ἐννοῶ Soph. наверху или внизу? я не вижу; τὰ κ. Dem. основание, фундамент;
3) вниз (ἡ κ. μεταβολή Arst.);
4) (по)ниже (ὀλίγον κ. τινος Arst.);
5) после, потом, позднее: οἱ εἰς τὸ κ. ἔκγονοι Plat. родившиеся позднее, потомки; ὁ κ. νόμος Dem. последующий, т. е. более поздний закон.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάτωθεν [κάτω] poët. ook κάτωθε adv. van plaats (waarvandaan) van onder, van beneden:; ἐκ τῆς γῆς κάτωθεν van onder uit de aarde Plat. Crat. 403a; τὰς ψυχὰς ἀναπεμπομένας κάτωθεν zielen die omhooggestuurd worden van beneden Luc. 26.22; van plaats (waar) onder, beneden:. τῶν κάτωθεν θεῶν van de goden van de onderwereld Soph. Ant. 1070; τὰ κάτωθεν het fundament Dem. 2.10. van tijd later:. τοὺς δ ’ εἰς τὸ κάτωθεν degenen die later geboren zijn Plat. Tim. 18d. prep. met gen. onder.

Middle Liddell

κάτω
I. from below, up from below, Aesch., Plat.:—also, from the low country, from the coast, Hdt.
II. below, beneath, where κάτω would be required by our idiom, Soph., Plat., etc.

English (Woodhouse)

below, from below, from the underworld, from the under-world, from under

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)